DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing πρόσωπο | all forms
GreekEnglish
αντιπροσωπευόμενο πρόσωποperson represented
λογαριασμός τον οποίο διαχειρίζεται τρίτο πρόσωπο ύστερα από εξουσιοδότηση του κατόχουdiscretionary account
πληρωμή "πρόσωπο με πρόσωπο"face-to-face payment
πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής εμπειρίας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματαperson of recognised standing and professional experience in monetary or banking matters
πρόσωπο εγκατεστημένο στην Κοινότηταperson established in the Community
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχέςshare allottee
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχέςsubscriber
πρόσωπο που ανέλαβε μετοχέςallottee
πρόσωπο που καθίσταται ομοίως εγγυητής του κυρίως υποχρέουa person who will also stand as guarantor for the principal
πρόσωπο που κατέχει εμπιστευτική θέσηinsider
συγγενές πρόσωποconnected person
συνδεδεμένο πρόσωποconnected person
συνεργαζόμενο πρόσωποconnected person
τηλεγραφικό τσεκ προς τρίτο πρόσωποtelegraph outpayment cheque
τσεκ προς τρίτο πρόσωποoutpayment cheque
φορολογητέο πρόσωποchargeable person