DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing πιστωτικό | all forms
GreekPortuguese
άμεσο πιστωτικό υποκατάστατοsubstituto direto de crédito
διαρθρωμένο πιστωτικό μέσονinstrumento financeiro estruturado
ενδεχόμενο μελλοντικό πιστωτικό άνοιγμαrisco de crédito futuro potencial
εσωτερικές ρυθμίσεις σχετικά με το πιστωτικό σύστημαregulamentaçao interna relativa ao crédito
ευέλικτο πιστωτικό όριοlinha de crédito flexível
η ρύθμιση σχετικά με το πιστωτικό σύστημαa regulamentação relativa ao crédito
κανονιστικές διατάξεις σχετικά με το πιστωτικό σύστημαregulamentaçao interna relativa ao crédito
κύριο πιστωτικό ίδρυμαinstituição de crédito principal
μη πιστωτικό ίδρυμαinstituição que não é de crédito
ομόλογο συνδεδεμένο με τον πιστωτικό κίνδυνο υποκείμενου μέσουtítulo de dívida indexado a crédito
πιστωτικό επιτόκιοtaxa ativa
πιστωτικό επιτόκιοtaxa de capitalização
πιστωτικό επιτόκιοtaxa de juro passiva
πιστωτικό παράγωγοderivado de crédito
πιστωτικό παράγωγο μεμονωμένου πιστούχουderivado de crédito com uma única parte
πιστωτικό περιθώριοdiferenciais de juros
πιστωτικό σημείωμαnota de crédito
πιστωτικό υπόλοιποsaldo credor
πιστωτικό χρήμαpapel moeda
πιστωτικό χρήμαnota de banco
πιστωτικό όριοlinha de crédito
πιστωτικό όριοabertura de um crédito
πολυμερές πιστωτικό όριοlimite de crédito multilateral