DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing αποδεικτικό | all forms
GreekSpanish
αποδεικτικό κυριότητας μετοχών ή ομολογιώνcertificado sin hoja de cupones
αποδεικτικό κυριότητας μετοχών ή ομολογιώνcapa de un título
διαπραγματεύσιμο αποδεικτικό κυριότητας τίτλων ξένων επιχειρήσεωνrecibo de depósito internacional
πίνακας που περιέχει αποδεικτικό υλικόcuadro de apoyo
πίνακας που περιέχει αποδεικτικό υλικόcuadro detallado
πίνακας που περιέχει αποδεικτικό υλικόcuadro básico