DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing ίδιος | all forms
GreekEnglish
ίδιος πιστωτικός κίνδυνοςown credit risk
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕGNI-based resource
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕadditional resource
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕresource based on gross national income
ίδιος πόρος βασιζόμενος στο ΑΕΕGNI-based own resource
ίδιος πόρος που βασίζεται στον ΦΠΑown resource based on value added tax
ίδιος πόρος που βασίζεται στον ΦΠΑVAT-based own resource
ίδιος πόρος που προβλέπεται ότι θα χορηγηθεί στον προϋπολογισμόown resource which may be assigned to the budget
νέος ίδιος πόροςadditional own resource
πέμπτος ίδιος πόροςfifth own resource
πέμπτος ίδιος πόροςfifth resource
προβαίνει ο ίδιος ή αναθέτει περαιτέρω την ανάληψη ή την εκτέλεση των δαπανώνto incur and discharge financial obligations or cause them to be incurred or discharged