DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing έλλειμμα | all forms
GreekEnglish
έλλειμμα γενικής κυβέρνησηςgeneral government deficit
έλλειμμα εκμετάλλευσηςoperating deficit
έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμούfederal budget deficit
έλλειμμα κρατικού προϋπολογισμούbudget deficit
έλλειμμα ρευστότηταςrefinancing need
έλλειμμα ρευστότηταςliquidity shortage
έλλειμμα ταμειακής ροήςcash flow-shortfall
έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγώνexternal deficit
έλλειμμα του προϋπολογισμούdeficit in the budget
έλλειμμα των ταμειακών διαθεσίμωνcash flow
ανταγωνιστικό έλλειμμαinability to compete
δαπάνη χρηματοδοτούμενη με έλλειμμα στον προϋπολογισμόdeficit spending
δημοσιονομικό έλλειμμαpublic deficit
δημοσιονομικό έλλειμμαgovernment deficit
δημοσιονομικό έλλειμμα' έλλειμμα προϋπολογισμούbudget deficit
δημόσιο έλλειμμαgovernment deficit
διαρθρωτικό έλλειμμα ρευστότηταςstructural liquidity shortage
εξωτερικό έλλειμμαexternal deficit
εσκεμμένο έλλειμμαdeliberately planned deficit
λειτουργικό έλλειμμαoperating deficit
μεταφερόμενο έλλειμμαdeficit carried over
μεταφερόμενο έλλειμμα του προηγούμενου οικονομικού έτουςdeficit carried over from the previous year
οιονεί δημοσιονομικό έλλειμμαquasi-fiscal deficit
πραγματοποιώ έλλειμμαto incur a deficit
προβλεπόμενο ή υφιστάμενο δημοσιονομικό έλλειμμαplanned or actual government deficit
συνολικό έλλειμμα του δημόσιου τομέαoverall deficit of the public sector
συνολικό ταμειακό έλλειμμαoverall cash deficit
ταμειακό έλλειμμαcash loss
ταμειακό ή τραπεζικό έλλειμμαcash or bank shortage
ταμιακό κρατικό έλλειμμαPublic Sector Borrowing Requirements
υπερβολικό έλλειμμαexcessive deficit
χρηματοδότηση της οικονομίας με έλλειμμα στον προϋπολογισμόdeficit financing