DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing subjects | all forms
EnglishGreek
to be subject to callαποτελώ αντικείμενο πρόσκλησης καταβολής
be subject to the approval of the financial controllerυποβάλλεται, προς θεώρηση, στο δημοσιονομικό ελεγκτή
consignment subject to customs controlαποστολή υπό τελωνειακό έλεγχο
goods subject to customs declarationεμπορεύματα που πρέπει να δηλώνονται στο τελωνείο
goods subject to customs supervisionεμπορεύματα υπό τελωνειακή επιτήρηση
product subject to excise dutyαγαθό που υπάγεται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης
product subject to excise dutyπροϊόν που υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης
product subject to excise dutyπροϊόν που υπόκειται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης
Programme of Community action on the subject of the vocational training of indirect taxation officialsΠρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των υπαλλήλων που ασχολούνται με θέματα έμμεσης φορολογίας
security subject to indexationτίτλος με τιμαριθμικά αναπροσαρμοζόμενο επιτόκιο
subject to collection"υπό τον όρο ότι θα εισπραχθεί"
subject to final paymentυπό τον όρο της τελικής πληρωμής
subject to repurchaseυποκείμενο σε επαναγορά
subject to the pension gains taxυποκείμενος σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών από συνταξιοδοτικές επενδύσεις