DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing status | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agency statusιδιότητα αντιπροσώπου
benchmark statusκαθεστώς εθνικού εκδότη
commercial statusεμπορικό επίπεδο
Community statusκοινοτικός χαρακτήρας
consignments of financial gold and metal coins in circulation having the status of legal tenderαποστολές οικονομικού χρυσού και κερμάτων με την ιδιότητα του νόμιμου χρήματος
creditor statusκαθεστώς πιστωτή
customs statusτελωνειακός χαρακτηρισμός των εμπορευμάτων
to grant investment-grade statusκατάταξη στην κατηγορία "investment grade"
have the status of legal tenderαποτελώ νόμιμο χρήμα
have the status of legal tenderέχω νόμιμη κυκλοφορία
message status indicator from senderένδειξη κατάστασης μηνύματος από αποστολέα
non-Community statusμη κοινοτικός χαρακτήρας
notes that have legal tender statusτραπεζογραμμάτια που αποτελούν νόμιμο υποχρεωτικό μέσο πληρωμής
originating statusχαρακτήρας του καταγομένου προϊόντος
preferential origin statusχαρακτήρας προτιμησιακής καταγωγής
preferential tax statusπρονομιακό φορολογικό καθεστώς
security of trustee statusτίτλοι πρώτης τάξης
social status categoryκατηγορία κοινωνικής κατάστασης
tax status of troops stationed on its territoryφορολογικό καθεστώς των ενόπλων δυνάμεων που σταθμεύουν στο έδαφος της
the Community status of the goodsο κοινοτικός χαρακτήρας των εμπορευμάτων
the products have acquired the status of originating productsτα προïόντα απέκτησαν την ιδιότητα καταγωγής
WISO Working Party: Social Status of the UnemployedΟμάδα Εργασίας "WISO": Κοινωνικό καθεστώς των ανέργων
without legal tender statusπου δεν συνιστά νόμιμα αναγνωρισμένο χρήμα
without legal tender statusμη νόμιμα αναγνωρισμένο χρήμα