DictionaryForumContacts

   Portuguese
Terms for subject Finances containing primeiro | all forms | exact matches only
PortugueseGreek
a diferença resultante desta primeira aproximaçãoη διαφορά που προκύπτει από την πρώτη αυτή προσέγγιση
a primeira redução efetuar-se-á η πρώτη μείωση πραγματοποιείται
bens de primeira necessidadeπρομήθειες για τις βασικές ανάγκες
data a partir da qual se efetuará o primeiro pagamento de jurosημερομηνία ενάρξεως αποδόσεως των ομολογιών
data em que o direito aos dividendos pode ser exercido pela primeira vezημερομηνία απολήψεως του μερίσματος
emitente de primeira categoriaεκδότης άριστης ποιότητας
ensino secundário profissional do primeiro cicloκατώτερη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση
ensino secundário técnico do primeiro cicloκατώτερη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση
isenção de primeiro anoφορολογική έκπτωση πρώτης χρήσης
método "último a entrar-primeiro a sair"τιμή αντικαταστάσεως
método "último a entrar-primeiro a sair"τελευταίο εισαχθέν,πρώτο εξαχθέν
método "último a entrar-primeiro a sair"μέθοδος LIFO υπολογισμού αξίας αποθεμάτων
não observância do princípio "primeiro a entrar, primeiro a sair"αρχή της παράβασης της πρώτης εισαγωγής - πρώτης εξαγωγής
obrigação de primeira classeομόλογο δημόσιου τομέα
obrigação de primeira hipotecaομολογία με δικαίωμα πρώτης υποθήκης
ordem vender primeiro, comprar depoisεντολή για πώληση στην αρχή και για αγορά στη συνέχεια
país da primeira comercializaçãoχώρα της πρώτης διαθέσεως του προϊόντος
países do primeiro grupoσυμμετέχουσες χώρες
países do primeiro grupoχώρες συμμετέχουσες εξ αρχής στη ζώνη ευρώ
primeira data em que o resgate é possívelπρώτη ημερομηνία εξαγοράς
primeira estância audaneiraπρώτο τελωνείο
primeira fase de instalação no mercadoεγκατάσταση του πρώτου σταδίου εμπορίας
primeira hipotecaπρώτη υποθήκη
primeira leitura do orçamentoπρώτη ανάγνωση του προϋπολογισμού
primeira via de letraπρωτότυπο συναλλαγματικής
primeiro dividendoπρώτο μέρισμα
primeiro equipamento em mobiliárioαρχιικός εξοπλισμός σε έπιπλα
primeiro pais de destinoχώρα πρώτου προορισμού
princípio "primeiro a chegar, primeiro a ser servido"αρχή της "κατά προτεραιότητα εξυπηρέτησης του προηγηθέντος"
princípio "primeiro a entrar, primeiro a sair"αρχή της πρώτης εισαγωγής - πρώτης εξαγωγής
proteção "primeiras perdas"προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας
rating de primeira ordemυπογραφή άριστης ποιότητας
rating de primeira ordemασφάλεια λόγω υψηλότατης αξιοπιστίας
rating de primeira ordemασφάλεια λόγω του υψηλού επιπέδου κατάταξης
titulos de primeira classeτίτλοι πρώτης τάξης
títulos de dívida com uma prioridade de primeiro grauπρονομιούχος απαίτηση
títulos de dívida com uma prioridade de primeiro grauχρέος με προτεραιότητα στην εξόφληση έναντι άλλων οφειλών
uma primeira série de empréstimosμια πρώτη σειρά δανείων
valor mobiliário de primeira categoriaμετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης