Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Portuguese
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Italian
Lithuanian
Polish
Romanian
Russian
Slovak
Spanish
Swedish
Terms
for subject
Finances
containing
primeiro
|
all forms
|
exact matches only
Portuguese
Greek
a diferença resultante desta
primeira
aproximação
η διαφορά που προκύπτει από την πρώτη αυτή προσέγγιση
a
primeira
redução efetuar-se-á
η πρώτη μείωση πραγματοποιείται
bens de
primeira
necessidade
προμήθειες για τις βασικές ανάγκες
data a partir da qual se efetuará o
primeiro
pagamento de juros
ημερομηνία ενάρξεως αποδόσεως των ομολογιών
data em que o direito aos dividendos pode ser exercido pela
primeira
vez
ημερομηνία απολήψεως του μερίσματος
emitente de
primeira
categoria
εκδότης άριστης ποιότητας
ensino secundário profissional do
primeiro
ciclo
κατώτερη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση
ensino secundário técnico do
primeiro
ciclo
κατώτερη δευτεροβάθμια τεχνική εκπαίδευση
isenção de
primeiro
ano
φορολογική έκπτωση πρώτης χρήσης
método "último a entrar-
primeiro
a sair"
τιμή αντικαταστάσεως
método "último a entrar-
primeiro
a sair"
τελευταίο εισαχθέν,πρώτο εξαχθέν
método "último a entrar-
primeiro
a sair"
μέθοδος LIFO υπολογισμού αξίας αποθεμάτων
não observância do princípio "
primeiro
a entrar, primeiro a sair"
αρχή της παράβασης της πρώτης εισαγωγής - πρώτης εξαγωγής
obrigação de
primeira
classe
ομόλογο δημόσιου τομέα
obrigação de
primeira
hipoteca
ομολογία με δικαίωμα πρώτης υποθήκης
ordem vender
primeiro
, comprar depois
εντολή για πώληση στην αρχή και για αγορά στη συνέχεια
país da
primeira
comercialização
χώρα της πρώτης διαθέσεως του προϊόντος
países do
primeiro
grupo
συμμετέχουσες χώρες
países do
primeiro
grupo
χώρες συμμετέχουσες εξ αρχής στη ζώνη ευρώ
primeira
data em que o resgate é possível
πρώτη ημερομηνία εξαγοράς
primeira
estância audaneira
πρώτο τελωνείο
primeira
fase de instalação no mercado
εγκατάσταση του πρώτου σταδίου εμπορίας
primeira
hipoteca
πρώτη υποθήκη
primeira
leitura do orçamento
πρώτη ανάγνωση του προϋπολογισμού
primeira
via de letra
πρωτότυπο συναλλαγματικής
primeiro
dividendo
πρώτο μέρισμα
primeiro
equipamento em mobiliário
αρχιικός εξοπλισμός σε έπιπλα
primeiro
pais de destino
χώρα πρώτου προορισμού
princípio "
primeiro
a chegar, primeiro a ser servido"
αρχή της "κατά προτεραιότητα εξυπηρέτησης του προηγηθέντος"
princípio "
primeiro
a entrar, primeiro a sair"
αρχή της πρώτης εισαγωγής - πρώτης εξαγωγής
proteção "
primeiras
perdas"
προστασία κατά της πρωτεύουσας ζημίας
rating de
primeira
ordem
υπογραφή άριστης ποιότητας
rating de
primeira
ordem
ασφάλεια λόγω υψηλότατης αξιοπιστίας
rating de
primeira
ordem
ασφάλεια λόγω του υψηλού επιπέδου κατάταξης
titulos de
primeira
classe
τίτλοι πρώτης τάξης
títulos de dívida com uma prioridade de
primeiro
grau
προνομιούχος απαίτηση
títulos de dívida com uma prioridade de
primeiro
grau
χρέος με προτεραιότητα στην εξόφληση έναντι άλλων οφειλών
uma
primeira
série de empréstimos
μια πρώτη σειρά δανείων
valor mobiliário de
primeira
categoria
μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης
Get short URL