Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Arabic
Chinese
Chinese simplified
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hebrew
Hungarian
Icelandic
Indonesian
Irish
Italian
Japanese
Korean
Latvian
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Slovak
Swedish
Thai
Turkish
Vietnamese
Terms
for subject
Finances
containing
pasivo
|
all forms
|
exact matches only
Spanish
Greek
administración de activos y
pasivos
διαχείριση πλεονάσματος
administración de activos y
pasivos
διαχείριση ενεργητικού/παθητικού
autorización de perfeccionamiento
pasivo
άδεια τελειοποίησης προς επανεισαγωγή
balance financiero del activo y
pasivo
de la Unión
δημοσιονομικός ισολογισμός περί του ενεργητικού και του παθητικού της Ένωσης
Comité de gestión de activo-
pasivo
επιτροπή διαχείρισης ενεργητικού-παθητικού
Comité de régimen de perfeccionamiento
pasivo
de productos textiles
επιτροπή οικονομικού καθεστώτος τελειοποίησης προς επανεισαγωγή στον τομέα των κλωστοϋφαντουργικών
copia de la autorización del régimen de perfeccionamiento
pasivo
αντίγραφο της άδειας του καθεστώτος τελειοποίησης για επανεισαγωγή
cuentas de periodificación
pasivas
ρυθμιστικοί λογαριασμοί παθητικού
deuda
pasiva
πληρωτέο χρέος
deuda
pasiva
χρέος
deuda
pasiva
υποχρέωση
deuda
pasiva
πιστωτικός λογαριασμός
dividendo
pasivo
πρόσκληση για προεγγραφή σε κεφάλαιο
elementos del
pasivo
y del activo
λογαριασμοί
του
ενεργητικού και
του
παθητικού; στοιχεία
του
ενεργητικού και
του
παθητικού
estrategia de gestión
pasiva
παθητική στρατηγική χαρτοφυλακίου
gestión del activo y del
pasivo
διαχείριση πλεονάσματος
gestión del activo y del
pasivo
διαχείριση ενεργητικού/παθητικού
gestión
pasiva
διαχείριση βάσει δεικτών
modelización del activo y
pasivo
μοντέλο διαχείρισης ενεργητικού-παθητικού
operación de
pasivo
οφειλή
operación
pasiva
οφειλή
pasivo
a pagar
προθεσμιακή υποχρέωση
pasivo
circulante
κυκλοφορούν ενεργητικό
pasivo
constituido por valores destinados a negociación
στοιχεία παθητικού κινητών αξιών για εμπορική εκμετάλλευση
pasivo
contingente
ενδεχόμενες υποχρεώσεις
pasivo
contingente
εξαρτημένη υποχρέωση
pasivo
corriente
τρέχον παθητικό
pasivo
del balance
στοιχείο του παθητικού
pasivo
del balance
το παθητικό
pasivo
del balance
παθητικό
pasivo
eventual
εξαρτημένη υποχρέωση
pasivo
eventual
ενδεχόμενες υποχρεώσεις
pasivo
garantizado
εξασφαλισμένη υποχρέωση
pasivo
monetario
νομισματικό στοιχείο παθητικού
pasivo
por derivado
στοιχεία παθητικού παραγώγων
pasivos
financieros
χρηματοπιστωτικοί τίτλοι που έχουν εκδοθεί
pasivos
financieros
χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις
pasivos
netos frente a no residentes
καθαρές υποχρεώσεις έναντι μη εγκατεστημένων
pasivos
por depósitos
το παθητικό που συνιστούν για μια τράπεζα οι καταθέσεις της
pasivos
subordinados
υποχρέωση μειωμένης εξασφάλισης
perfeccionamiento
pasivo
τελειοποίηση προς επανεισαγωγή
perfeccionamiento
pasivo
τελειοποίηση για επανεισαγωγή
posición neta de activos y
pasivos
frente al exterior
καθαρή διεθνής επενδυτική θέση
relación activo disponible-
pasivo
corriente
δείκτης δυνατότητας κάλυψης υποχρεώσεων
régimen de perfeccionamiento
pasivo
καθεστώς της παθητικής τελειοποίησης
régimen de perfeccionamiento
pasivo
καθεστώς τελειοποοίησης για επανεισαγωγή
sujeto
pasivo
φορολογητέο πρόσωπο
sujeto
pasivo
υποκείμενο του φόρου
sujeto
pasivo
comunitario
υποκείμενος στο φόρο Kοινότητας
sujeto
pasivo
con doble imposición
φορολογούμενος με διπλή φορολογική ιδιότητα
sujeto
pasivo
de la Comunidad
υποκείμενος στο φόρο Kοινότητας
tipo
pasivo
bancario
χρεωστικό επιτόκιο
venta
pasiva
παθητική πώληση
Get short URL