DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing oil | all forms | exact matches only
EnglishGreek
animal or vegetable fats and oils, hydrogenated, whether or not refined, but not further preparedέλαια και λίπη ζωικά ή φυτικά υδρογονωμένα, έστω και εξηυγενισμένα, αλλ'ουχί περαιτέρω επεξειργασμένα
essential oils terpenelessαποτερπενωμένο αιθέριο έλαιο
mineral oil excise taxέμμεσος φόρος ορυκτελαίων
oil accountλογαριασμός πετρελαίου
oil sandασφαλτούχος άμμος
oil service stockτίτλος εταιρείας πετρελαιοειδών
oil stockτίτλος εταιρείας πετρελαιοειδών
Organisation for the Control of Olive Oil Subsidiesοργανισμός ελέγχου ενισχύσεων ελαιολάδου
State Oil Marketing Organisationκρατικός οργανισμός εμπορίας πετρελαίου
tax on lubricating oilsφόρος κατανάλωσης λιπαντικών ελαίων