Spanish | Greek |
a dinero | δικαίωμα στην τρέχουσα τιμή |
a efectos de regulación | σκοποί κανονιστικής ρύθμισης |
a efectos de verificación | για σκοπούς επαλήθευσης |
a mano alzada | ψηφοφορία δι' ανατάσεως χειρός |
a requerimiento | λειτουργία "pull" |
a título gratuito | δωρεάν (ex gratia) |
a título oneroso | επ'ανταλλάγματι |
abonar cantidades a cuenta | καταβάλλω προκαταβολή |
abono a plazos | δόσεις |
acceso a ciertas zonas francas o partes de zonas francas | είσοδος σε ορισμένες ελεύθερες ζώνες ή σε τμήματα ελεύθερων ζωνών |
acciones en manos de la dirección o de un reducido número de accionistas | μετοχές κατεχόμενες από πρόσωπα στενά συνδεόμενα με την επιχείρηση |
acción de recaudación a posteriori | πράξη εκ των υστέρων είσπραξης |
acción horizontal a gastos compartidos | οριζόντια ενέργεια κοινής δαπάνης |
acta de situación de caja o de cartera | πρακτικό κατάστασης ταμείου ή χαρτοφυλακίου |
actas de situación de caja o de cartera | πρακτικές καταστάσεις ταμείου ή χαρτοφυλακίου |
activo constituido por valores destinados a negociación | στοιχεία ενεργητικού κινητών αξιών για εμπορική εκμετάλλευση |
acuerdo de crédito recíproco a corto plazo | όριο συναλλαγών σε εργασίες swap |
acuerdo de recompra a plazo | προθεσμιακή σύμβαση επαναγοράς |
acuerdo de recompra a plazo | προθεσμιακό repo |
acuerdo de recompra a plazo | προθεσμιακή συμφωνία επαναγοράς |
acuerdo relativo a envíos contra reembolso | συμφωνία που αφορά στα ταχυδρομικά αντικείμενα επί αντικαταβολή |
adjudicación de los contratos de obras, de suministro o de servicios | σύναψη συμβάσεων έργων,προμηθειών ή υπηρεσιών |
adquirir o enajenar bienes muebles o inmuebles | αποκτά ή διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία |
adquisición a título gratuito | απόκτηση δωρεάν |
adquisición a título oneroso | απόκτηση από επαχθή αιτία |
ajuste a mercado | αποτίμηση σε τρέχουσες τιμές |
anticipo a largo plazo | μακροπρόθεσμη προκαταβολή |
anticipo a plazo fijo | προκαταβολή καθορισμένης διάρκειας |
apoyo monetario a corto plazo | βραχυπρόθεσμη νομισματική υποστήριξη |
arbitraje de plaza a plaza | εξισορροπητική κερδοσκοπία |
arbitraje de plaza a plaza | αρμπιτράζ |
artículos incompletos o sin terminar | μη πλήρη ή μη τελειωμένα είδη |
artículos mezclados o compuestos | ανάμικτα ή σύνθετα προïόντα |
artículos que se presentan desmontados o sin montar | είδη που εισάγονται κακώς συναρμολογημένα ή ασυναρμολόγητα |
Asociación neerlandesa de comercio a plazo fijo de bienes | Ολλανδική ΄Ενωση Προθεσμιακών Εμπορικών Συναλλαγών |
autorizada para tener en depósito fondos o valores mobiliarios de clientes | επιχείρηση που έχει λάβει άδεια κατοχής ρευστών ή τίτλων πελατών |
ayuda a intercambios de tecnología | αποζημιώσεις ανταλλαγής τεχνολογίας |
ayuda a tanto alzado | κατ' αποκοπή ενίσχυση |
ayuda a trabajos exploratorios | αποζημιώσεις διερεύνησης μεταφοράς τεχνολογίας |
ayuda a transferencias de tecnología | αποζημιώσεις ανταλλαγής τεχνολογίας |
ayuda financiera con arreglo a... | χρηματοδοτική υποστήριξη στο πλαίσιο... |
banco a distancia | τραπεζική τηλεσυναλλαγή |
banco a distancia | τραπεζική συναλλαγή από το σπίτι |
banco a distancia | οικοτραπεζική |
banco electrónico a domicilio | ηλεκτρονική τράπεζα κατ οίκον |
barras de hierro o de acero obtenidas en caliente por laminación, extrusión o forja incluido el alambrón | "ράβδοι εκ σιδήρου ή χάλυβος υποστάσαι έλασιν ή εφελκισμόν εν θερμώ ή σφυρηλάτησιν εν θερμώ περιλαμβανομένου και του χονδροσύρματος" |
beneficio sujeto a impuesto | φορολογητέο κέρδος |
bolsa a plazo | χρηματιστήριο προθεσμιακών συναλλαγών |
bono a largo plazo pagadero con ingresos del proyecto | μακροπρόθεσμη ομολογία που έχει εκδοθεί από δημόσιο φορέα για τη χρηματοδότηση κάποιου έργου |
bono a medio plazo | μεσοπρόθεσμο ομόλογο |
bono a plazo | προθεσμιακό ομόλογο |
bono a plazo | μεσοπρόθεσμο ομόλογο |
bono con derecho a compra de bonos | ομολογία με δικαιώματαwarrant |
bono del Tesoro a corto plazo | ομόλογα Δημοσίου |
bono del Tesoro a medio plazo | μεσοπρόθεσμο ομόλογο Δημοσίου |
bono del Tesoro a medio plazo | μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο Δημοσίου |
bono del Tesoro americano a largo plazo | κρατικό ομόλογο των ΗΠΑ |
camino a seguir | μελλοντική πορεία |
campaña de "Acceso a Japón" | εκστρατεία "Πύλη στην Ιαπωνία" |
captación de depósitos a plazo | αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας |
captación de depósitos a plazo fijo | αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας |
captación de recursos a coste mínimo | αντλώ πόρους με το χαμηλότερο δυνατό κόστος |
certificados puestos a disposición del mercado | παραστατικοί τίτλοι που εισάγονται στην αγορά |
cesión a título oneroso o gratuito | εκχώρηση επί πληρωμή ή δωρεάν |
cheque a cuenta | επιταγή μόνο για πίστωση λογαρισμού |
cheque a cuenta | επιταγή προς κατάθεση |
cheque a cuenta | δίγραμμη επιταγή |
cobertura a plazo | κάλυψη επί προθεσμιακών πράξεων |
cobertura a término | κάλυψη επί προθεσμιακών πράξεων |
coberturas del riesgo de crédito mediante garantías reales o instrumentos similares | χρηματοδοτούμενη πιστωτική προστασία |
coeficiente de costos combinados a largo plazo | μακροπρόθεσμο μεικτό επιτόκιο |
comercio a plazo fijo | προθεσμιακές συναλλαγές |
comercio a término | προθεσμιακές συναλλαγές |
cometer una infracción o irregularidad | διαπράττω παράβαση ή παρατυπία |
Comisión nacional de reclamaciones relativas a licitaciones públicas | Εθνικό Συμβούλιο Προσφυγών επί Δημοσίων Συμβάσεων |
Comisión nacional de reclamaciones relativas a licitaciones públicas | Εθνικό Συμβούλιο Κρατικών Προμηθειών |
Comité consultivo de defensa contra las importaciones objeto de dumping o subvenciones | συμβουλευτική επιτροπή για την προστασία από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων |
Comité del Código Aduanero - Sección de la Circulación de Equipajes de Viajeros por Vía Aérea o Marítima | Επιτροπή τελωνειακού κώδικα - Τμήμα θαλάσσιας ή αεροπορικής κυκλοφορίας των ταξιδιωτικών αποσκευών |
compañía de seguros o reaseguros | εταιρεία ασφάλισης/αντασφάλισης |
compra a distancia | τηλεαγορά |
compra a distancia | τηλεπώληση |
compra a distancia | πώληση εξ αποστάσεως |
compra a plazo | πρoθεσμιακή αγoρά |
compra a término | πρoθεσμιακή αγoρά |
comprar a plazo | αγοράζω επί προθεσμία |
compromiso a plazo | ανάληψη μελλοντικής υποχρέωσης |
con derecho a dividendos | μερισμός σε μεταφορά |
con derecho a dividendos | επιμερισμός μερισμάτων |
con derecho a dividendos | δικαιούχος μερίσματος |
conceder contingentes arancelarios libres de derechos o con derechos reducidos | παρέχει δασμολογικές ποσοστώσεις μειωμένου δασμού ή ατελώς |
concesión de un derecho de importación reducido o nulo | έγκριση μειωμένου ή μηδενικού εισαγωγικού δασμού |
confirmación de facilidad de toma en préstamo o adquisición | επιβεβαίωση της ευκολίας δανεισμού ή αγοράς |
congresos o en manifestaciones similares | τελωνειακή σύμβαση σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων για την εισαγωγή εμπορευμάτων που προορίζο χρησιμοποίηση σε εκθέσεις,πανηγύρεις,συνέδρια ή παρόμοιες εκδηλώσεις-Bρυξέλλες 1961 |
considerar el precio pagado o a pagar como valor en aduana de las mercancías | δέχομαι την πληρωθεíσα ή πληρωτέα τιμή ως δασμολογητέα αξíα των εμπορευμάτων |
continuo A | συνεχές A |
contracción a posteriori | βεβαίωση εκ των υστέρων |
contratar mediante una simple factura o nota de gastos | πραγματοποιώ...με απλό τιμολόγιο ή απόδειξη |
contrato a corto plazo | βραχυπρόθεσμη ρύθμιση |
contrato a medio plazo | μεσοπρόθεσμη ρύθμιση |
contrato a plazo | προθεσμιακή σύμβαση |
contrato a plazo | προθεσμιακή συμφωνία |
contrato a prima única | σύμβαση με ενιαία ασφάλιστρα |
contrato a término | προθεσμιακή συμφωνία |
contrato de cambio a plazo | σύμβαση πρoθεσμιακής αvταλλαγής |
contrato de cambio a plazo | πρoθεσμιακή σύμβαση αvταλλαγής |
contrato de intercambio ligado a acciones | σύμβαση ανταλλαγής συνδεόμενη με μετοχές |
contrato de intercambios ligados a acciones o a un índice sobre acciones | ανταλλαγή κεφαλαίων |
contrato de suministro a plazo | τρέχουσα σύμβαση |
contrato de suministro a plazo | προθεσμιακό συμβόλαιο προσφοράς |
contrato de suministro a plazo | κυμαινόμενη σύμβαση |
contrato financiero a plazo | προθεσμιακή χρηματοπιστωτική σύμβαση |
contrato negociado a distancia | σύμβαση συναπτόμενη από απόσταση |
contrato negociado a distancia | σύμβαση διαπραγματευόμενη από απόσταση |
contrato privado relativo a instrumentos financieros | ιδιωτική σύμβαση με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα |
control a posteriori | έλεγχος εκ των υστέρων |
Convenio aduanero relativo a las facilidades concedidas para la importación de mercancías destinadas a ser presentadas o utilizadas en exposiciones, ferias, congresos o manifestaciones similares | Tελωνειακή Σύμβαση "περί της παροχής διευκολύνσεων διά την εισαγωγήν εμπορευμάτων προοριζομένων προς επίδειξιν ή χρησιμοποίησιν εις εκθέσεις, πανηγύρεις, συνέδρια ή παρομοίας εκδηλώσεις" |
Convenio aduanero sobre facilidades concedidas a la importación de mercancías cuyo destino es ser presentadas o utilizadas en exposiciones | τελωνειακή σύμβαση σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων για την εισαγωγή εμπορευμάτων που προορίζο χρησιμοποίηση σε εκθέσεις,πανηγύρεις,συνέδρια ή παρόμοιες εκδηλώσεις-Bρυξέλλες 1961 |
convenio o acuerdo internacional de producto básico | Διεθνής Συμφωνία ή Ρύθμιση Προϊόντος |
convenio o compromiso de préstamo | δανειακή συμφωνία |
Convenio sobre arreglo de diferencias relativas a inversiones entre Estados y nacionales de otros Estados | Σύμβαση "περί διακανονισμού διαφορών εξ επενδύσεων μεταξύ κρατών και υπηκόων ετέρων κρατών" |
coste incremental a largo plazo | μακροπρόθεσμο οριακό κόστος |
coste incremental medio a largo plazo | μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος |
coste incremental medio a largo plazo | μακροπρόθεσμο μέσο αυξητικό κόστος |
coste incremental medio a largo plazo prospectivo | μελλοντοστραφές μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος |
cotización a plazo | προθεσμιακό επιτόκιο |
cotizar un precio de compra o de venta | κύριος αγορών και πωλήσεων |
crédito a corto plazo | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
crédito a largo plazo | μακροπρόθεσμα δάνεια |
crédito a medio plazo | μεσοπρόθεσμο δάνειο |
crédito a plazo | δάνειο με συμφωνία ημερομηνίας λήξεως |
créditos representados o no por un título, sobre empresas con las que la entidad tenga una relación de participación | απαιτήσεις από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, είτε υπάρχει γι'αυτές παραστατικός τίτλος είτε όχι |
cuenta de depósito a plazo | λογαριασμός καταθέσεων προθεσμίας |
cuenta en metálico o en especie | λογαριασμός ταμείου |
cuenta interbancaria a plazo | προθεσμιακός διατραπεζικός λογαριασμός |
cuentas en metálico o en especie | λογαριασμοί ταμείου και υλικών |
curso o precio a la venta | ζητούμενη τιμή |
declaración de exportación o de reexportación | δήλωση εξαγωγής ή επανεξαγωγής |
deducción por sujetos pasivos de 65 o más años de edad | μείωση φορολογίας για ηλικιωμένα άτομα |
dentro o fuera de los márgenes | εντός ή εκτός περιθωρίων |
depositó de dinero a tres meses | κατάθεση 3 μηνών |
depósito a plazo | καταθέσεις προθεσμίας; προθεσμιακές καταθέσεις |
depósito a plazo | προθεσμιακές καταθέσεις |
depósito a plazo | καταθέσεις προθεσμίας |
depósito a plazo fijo | καταθέσεις με προθεσμία λήξεως |
depósito a plazo fijo | καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια |
depósito a plazo fijo | κατάθεση προθεσμίας |
depósito a plazo fijo | αποδοχή καταθέσεων καθορισμένης διάρκειας |
depósito a término | προθεσμιακές καταθέσεις |
depósito a vencimiento fijo | καταθέσεις τακτής προθεσμίας |
depósitos a futuro | καταθέσεις προθεσμίας επί προθεσμία |
depósitos abiertos a entidades de crédito | υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων |
derecho a cotización | δικαίωμα καθορισμού τιμής |
derecho a subsidio | δικαίωμα επιδόματος |
derechos de entrada o de salida | οι εισαγωγικοί ή εξαγωγικοί δασμοί |
derechos reguladores o compensatorios variables | οι λεγόμενοι "ρυθμιστικοί" ή "μεταβλητοί" δασμοί |
desplazamiento de fondos a corto plazo | μετατόπιση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
deuda a largo y medio plazo | μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος |
deuda del Tesoro americano a corto plazo | άτοκο βραχυπρόθεσμο κρατικό χρεόγραφο των ΗΠΑ |
deuda pública a corto plazo | βραχυπρόθεσμα ομόλογα του δημοσίου |
deuda pública o con garantía pública | χρέος με εγγύηση του Δημοσίου |
devolución de los derechos de aduana o exoneración de los derechos de aduana | επιστροφή δασμών ή απαλλαγή από δασμούς |
devolución total o parcial de los derechos | ολική ή μερική επιστροφή των δασμών |
dibujo o modelo protegido | προστατευόμενο σχέδιο ή υπόδειγμα |
dinero a corto plazo | βραχυπρόθεσμα χρηματικά ποσά |
dinero a plazo fijo | καταθέσεις τακτής προθεσμίας |
dinero a término | προθεσμιακές καταθέσεις |
dinero de día a día | χρηματικό δάνειο επιστρεπτέο σε πρώτη ζήτηση |
dinero día a día | χρήμα επιστρεπτέο την επομένη |
disposiciones legales, reglamentarias y administrativas o usos | νομοθετικές,κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις ή συναλλακτικά ήθη |
distribución de beneficios sujeta a tributación a cuenta | διανεμητέο εισόδημα |
dividendo a cuenta | προσωρινό μέρισμα |
dividendo a cuenta propuesto | προτεινόμενη προκαταβολή μερίσματος |
documentos de liquidación del efecto a cobrar | εκκαθαριστικά έγγραφα είσπραξης αξιών |
donaciones o transferencias intergubernamentales | διακυβερνητικές δωρεές ή μεταβιβάσεις |
débito a entidades de crédito | ποσά οφειλόμενα σε πιστωτικά ιδρύματα |
débito a entidades de crédito | οφειλή σε πιστωτικά ιδρύματα |
débito a preaviso | υποχρεώσεις με προειδοποίηση |
déficit de caja o banco | ταμειακό ή τραπεζικό έλλειμμα |
déficit público previsto o real | προβλεπόμενο ή υφιστάμενο δημοσιονομικό έλλειμμα |
día a día | επιτόκιο ημερήσιου δανεισμού |
día a día | ημερήσιο επιτόκιο χρήματος |
día a día | επιτόκιο καταθέσεων overnight |
día a día | επιτόκιο αγοράς call money |
efecto a cobrar | αξία προς είσπραξη |
efecto a corto plazo | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
efecto o letra a plazo fijo | συναλλαγματική ορισμένης ημερομηνίας |
efecto o letra en blanco | ανοικτή τραβηκτική |
ejecución o procedimiento de ejecución | εκτέλεση δικαστικής απόφασης για χρέη |
el Estado interesado modifica, suspende o suprime las medidas de salvaguardia antes mencionadas | το εν λόγω Kράτος οφείλει να τροποποιήσει,αναστείλει ή καταργήσει τα ανωτέρω μέτρα διασφαλίσεως |
elementos inexactos o incompletos | ανακριβή ή ελλιπή στοιχεία |
elevado a tasa anual | σε ετήσιους ρυθμούς |
emisor soberano o supranacional | κυρίαρχος και υπερεθνικός εκδότης |
empréstito a largo plazo | μακροπρόθεσμο δάνειο |
empréstito a medio plazo | μεσοπρόθεσμο δάνειο |
entrega a cuenta | τμηματική πληρωμή |
entrega a plazo | κάλυψη επί προθεσμιακών πράξεων |
entrega a término | κάλυψη επί προθεσμιακών πράξεων |
entrega "justo a tiempo" | παράδοση "ακριβώς στην ώρα" |
especular a muy corto plazo | συναλλάσσομαι με μικρό κέρδος |
Estado miembro acogido a una excepción | κράτος μέλος με παρέκκλιση |
estar sometido a control aduanero | υποβάλλομαι σε τελωνειακό έλεγχο |
estructura de vigilancia fija o móvil | μόνιμος ή κινητός εξοπλισμός επιτήρησης |
etapa A | στάδιο Α |
exoneraciones a diplomáticos | διπλωματικό προνόμιο |
expedido a posteriori | εκδοθέν εκ των υστέρων |
factor de apoyo a PYME | συντελεστής υποστήριξης των ΜΜΕ |
factor de donativo o donación | στοιχείο δωρεάς ή χορήγησης |
financiación a plazo | μεσομακροπρόθεσμη χρηματοδότηση |
financiación a tipo fijo | χρηματοδότηση με σταθερούς συντελεστές |
fixing A | καθορισμός τιμών A |
flujo de exportación o de importación, en cantidades | ποσότητες εισαγωγών ή εξαγωγών |
fondos a transferir | κεφάλαια προς μεταφορά |
formularios nacionales de exportación o de reexportación | εθνικά έντυπα εξαγωγής ή επανεξαγωγής |
franco a bordo | ελεύθερο στο πλοίο |
franco a bordo | ελεύθερο επί του καταστρώματος |
franco a bordo | ανοιγμένες τιμές αρχείου |
franco a domicilio | με κόμιστρα πληρωθέντα για παράδοση κατ'οίκον |
ganancia sujeta a impuesto | φορολογητέο κέρδος |
gasto en más o en menos | επιπλέον δαπάνη ή μείωση δαπάνης |
giro de efecto a cobrar | επιταγή εισπραχθείσης αξίας |
giro o letra sobre la plaza | συναλλαγματική πληρωτέα ενταύθα |
huesos y núcleos córneos acidulados o desgelatinizados | οστά και οστεώδεις άξονες κεράτων, επεξειργασμένοι δι' οξέος ή αποζελατινωμένοι |
identificador de clave a abandonar | κωδικός αναγνώρισης λήγουσας κλείδας |
importación de pieles, peletería o pieles en bruto | εισαγωγή γουνών, γουνοδερμάτων ή δερμάτων με τρίχωμα |
imposición a tanto alzado | κατ'αποκοπή φορολόγηση |
impuestos interiores devueltos o que hayan de devolverse en caso de exportación | επιστραφέντες ή επιτρεπτέοι κατά την εξαγωγή εσωτερικοί φόροι |
imputación de contingentes o límites máximos arancelarios | καταλογισμός στις δασμολογικές ποσοστώσεις ή στα ανώτατα δασμολογικά όρια |
indemnización a tanto alzado por desplazamiento | κατ΄αποκοπή αποζημίωση για έξοδα κίνησης |
indemnización a tanto alzado por funciones | κατ΄ αποκοπή αποζημίωση καθηκόντων |
ingresos por servicios prestados a título oneroso | έσοδα από υπηρεσίες που παρέχονται επ'ανταλλάγματι |
instrumento asimilado a efectivo | μέσο εξομοιούμενο με μετρητά |
instrumento de deuda a corto plazo | μηχανισμός βραχυπρόθεσμου χρέους |
instrumento o aparato científico | επιστημονικό όργανο ή συσκευή |
inversiones a corto plazo | βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα |
inversiones en capital o cuasicapital | επενδύσεις σε ίδια ή οιονεί ίδια κεφάλαια |
inversiones en capital o cuasicapital | επενδύσεις ή συμμετοχές μετοχικού ή οιονεί μετοχικού κεφαλαίου |
inversión a corto plazo | επένδυση σε μετρητά |
inversión a corto plazo | βραχυπρόθεσμη επένδυση |
la admisión de mercancías en una partida o subpartida determinada | η υπαγωγή εμπορευμάτων σε συγκεκριμένη κλάση ή διάκριση |
la consolidación de derechos de aduana bajos o de un régimen de admisión en franquicia | η παγιοποίηση χαμηλών δασμών ή καθεστώτος ατελούς εισδοχής |
la desaparición total o parcial de las mercancías | η ολική ή μερική εξαφάνιση των εμπορευμάτων |
la fiscalización, o control de cuentas, será efectuada por el Tribunal de Cuentas | το Ελεγκτικό Συνέδριο εξασφαλίζει τον έλεγχο των λογαριασμών |
la última transformación o elaboración sustancial económicamente justificada | η τελευταία ουσιώδης μεταποίηση ή κατεργασία οικονομικά δικαιολογημένη |
las acciones de los bancos centrales nacionales en el capital suscrito del BCE no podrán transferirse, pignorarse o embargarse | τα μερίδια των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της ΕΚΤ δεν μεταβιβάζονται ούτε ενεχυριάζονται ούτε κατάσχονται |
letra a fecha fija | συναλλαγματική καθορισμένης ημέρας λήξης |
letra a largo plazo | μακροπρόθεσμη συναλλαγματική |
letra a pensión | συναλλαγματική που έχει κατατεθεί ως εμπράγματη ασφάλεια |
letra a uno o más usos | συναλλαγματική πληρωτέα μετά τη λήξη της |
letra de favor o complacencia | γραμμάτιο ευκολίας |
leves infracciones a la regulación o al procedimiento aduanero | επουσιώδεις παραβιάσεις τελωνειακών κανισμών ή διατυπώσεων διαδικασίας |
lugar de la infracción o de la irregularidad | τόπος όπου διαπράχθηκε η παράβαση ή η παρατυπία |
marca extranjera de fábrica o de comercio | αλλοδαπό βιομηχανικό ή εμπορικό σήμα |
marca que pueda inducir a error | παραπλανητικό σήμα |
mecanismos comunes de estabilización de las importaciones o exportaciones | κοινοί μηχανισμοί σταθεροποίησης των εισαγωγών ή των εξαγωγών |
memorias, facturas o estados de liquidación | λογαριασμοί,τιμολόγια ή εκκαθαριστικές καταστάσεις |
mercado a plazo | αγορά καταθέσεων |
mercado de cambios a plazo | προθεσμιακή αγορά συναλλάγματος |
mercado de depósitos a plazo | αγορά καταθέσεων |
mercado de divisas a plazo | προθεσμιακή αγορά συναλλάγματος |
mercancía a granel | εμπόρευμα χύδην |
mercancía sujeta a derechos | φορολογητέο εμπόρευμα |
mercancía sujeta a derechos | δασμολογητέο εμπόρευμα |
mercancía sujeta a derechos de importación | εμπόρευμα που υπόκειται σε εισαγωγικούς δασμούς |
mercancías defectuosas o dañadas | ελαττωματικά εμπορεύματα ή εμπορεύματα που έχουν φθαρεί |
mercancías defectuosas o dañadas | ελαττωματικά εμπορεύματα ή εμπορεύματα που έχουν υποστεί φθορά |
mercancías despachadas a consumo después de estar acogidas a otro régimen aduanero | εμπορεύματα που έχουν τεθεί σε κατανάλωση μετά από άλλο τελωνειακό καθεστώς |
modificaciones operadas mediante presupuestos suplementarios o rectificativos | μεταβολές που επήλθαν με συμπληρωματικούς ή διορθωτικούς προϋπολογισμούς |
modificación o suspensión autónoma de los derechos del arancel aduanero común | αυτόνομη τροποποίηση ή αναστολή των δασμών του κοινού δασμολογίου |
monedas denominadas en euro o en cent | κέρματα σε ευρώ ή σε cent 1 |
movimiento de fondos a corto plazo | μετατόπιση βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
naturaleza o afectación de los ingresos y los gastos | φύση ή προορισμός των εσόδων και δαπανών |
negativa a prestar servicios | άρνηση παροχής υπηρεσίας |
negocio a prima | δικαίωμα προαίρεσης |
no oposición a una concentración notificada | μη διατύπωση αντιρρήσεων σε μια κοινοποιηθείσα συγκέντρωση |
notificación de oferta o de privilegio | ειδοποίηση προσφοράς ή προνομίου |
objetivo presupuestario a medio plazo | μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος |
obligaciones del Estado a largo plazo | ομολογία αναφοράς |
obligación a corto plazo | βραχυπρόθεσμη ομολογία |
obligación a largo plazo | μακροπρόθεσμη ομολογία |
obligación a prima | λαχειοφόρος ομολογία |
obligación de una entidad regionales o locales | υποκρατικό ομόλογο |
operaciones de cambio a divisas | συναλλαγές αλλαγής νομισματικών μονάδων |
operaciones de cambio a plazo | προθεσμιακές πράξεις επί συναλλάγματος; συναλλαγές επί προθεσμία; προθεσμιακές πράξεις |
operaciones de cambio a plazo fijo | προθεσμιακές πράξεις χωρίς κάλυψη σε μετρητά |
operaciones de cambio a plazo fijo | οριστικές συναλλαγές |
operaciones por las que se soporta el IVA o en las que se lo repercute | πράξεις οι οποίες αποτελούν τόσο εισροές όσο και εκροές |
operación a fecha fija | πράξεις επί προθεσμία |
operación a fecha fija | προθεσμιακές πράξεις |
operación a fecha fija | συναλλαγές επί προθεσμία |
operación a fecha fija | οριστική συναλλαγή |
operación a opción del comprador | συναλλαγή με οψιόν του αγοραστή |
operación a opción del comprador | συναλλαγή με δικαίωμα επιλογής του αγοραστή |
operación a plazo | προθεσμιακή πράξη |
operación a plazo | συναλλαγές επί προθεσμία |
operación a plazo sobre divisas | προθεσμιακή πράξη συναλλάγματος |
operación a término | συναλλαγές επί προθεσμία |
operación de carácter monetario o casi monetario | πράξη νομισματικού ή οιονεί νομισματικού χαρακτήρα |
operación de financiación a plazo más largo | πράξη πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης |
operación de financiación a plazo más largo | μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση |
operación de repo día a día | ημερήσια συμφωνία επαναγοράς |
operación de repo día a día | συμφωνία επαναγοράς εντός μιας ημέρας |
operación de repo día a día | repo εικοσιτετραώρου |
operación negociada a título privado | συναλλαγή που αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής διαπραγμάτευσης |
optar por volver a recibir | ασκώ το δικαίωμα της επανένταξης |
orden a cambio limitado | εντολή συναλλαγής σε καθορισμένη τιμή |
orden a cambio limitado | εντολή συναλλαγής με όριο τιμής |
orden a precio limitado | εντολή συναλλαγής σε καθορισμένη τιμή |
orden todo o nada | μηδενική εντολή |
orden todo o nada | καθολική εντολή |
otros sectores a corto plazo | λοιποί τομείς |
otros sectores a largo plazo | λοιποί τομείς |
pacto de recompra día a día | συμφωνία επαναγοράς εντός μιας ημέρας |
pagar a plazos | εξοφλώ με δόσεις |
pagaré del Tesoro americano a plazo medio | έντοκο μακροπρόθεσμο κρατικό γραμμάτιο των ΗΠΑ |
pago a cuenta | πληρωμή προκαταβολής |
pago a distancia | πληρωμή εξ αποστάσεως |
pago a tanto alzado | συμπληρωματική πληρωμή |
pago a tanto alzado | ενιαία καταβολή |
pago transfronterizo a distancia | διασυνοριακή πληρωμή εξ αποστάσεως |
pagos no destinados a factores | πληρωμές που δεν αφορούν αμοιβή συντελεστών παραγωγής |
papel a corto plazo | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
parte A | μέρος A |
parte a tanto alzado | κατ'αποκοπήν στοιχείο |
pasivo a pagar | προθεσμιακή υποχρέωση |
pasivo constituido por valores destinados a negociación | στοιχεία παθητικού κινητών αξιών για εμπορική εκμετάλλευση |
pasivos netos frente a no residentes | καθαρές υποχρεώσεις έναντι μη εγκατεστημένων |
país tercero que pueda optar a recibir préstamos | επιλέξιμη τρίτη χώρα |
peso neto o peso | καθαρό βάρος |
planificación a largo plazo | μακροπρόθεσμος προγραμματισμός |
plazo de puesta a disposición | προθεσμία απόδοσης |
plusvalía a corto plazo | υπεραξία βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων |
plusvalía sujeta a impuesto | φορολογητέο κέρδος |
poner a consumo | θέτω σε κατανάλωση |
posible retirada-parcial o total-de DEG | μερική ή ολική ανάληψη των ΕΤΔ |
posición a corto | πτωτική θέση |
posición a corto | θέση short |
posición neta a plazo | καθαρή προθεσμιακή θέση |
precio a plazo | προθεσμιακή τιμή |
precio cif de compra a plazo | τιμή cif αγοράς υπό προθεσμία |
precio fijado a tanto alzado anticipado | προκαθορισμένη κατ'αποκοπή τιμή |
precio realmente pagado o por pagar | πράγματι πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή |
prestamista a tipo fijo | εκδότης δανείων σταθερού επιτοκίου |
prestamista a tipo fijo | δανειοδότης με σταθερό επιτόκιο |
presupuesto rectificativo o suplementario | διορθωτικός και/ή συμπληρωματικός προϋπολογισμός |
presupuesto rectificativo y/o suplementario | διορθωτικός και/ή συμπληρωματικός προϋπολογισμός |
prevención de cualquier fraude o irregularidad | αποφυγή απατών ή παρατυπιών |
principio de igualdad de retribución entre trabajadores y trabajadoras para un mismo trabajo o para un trabajo de igual valor | αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας |
principio denominado "cara a cara" | αρχή η ονομαζόμενη "back-to-back" ή "face-ΰ-face" |
proceder a la fijación de tipos medios por producto o grupos de productos | καθορίζουν μέσους συντελεστές κατά προ2bόν ή κατά ομάδα προ2bόντων |
producto comercializado a granel | προϊόν που πωλείται χύμα |
producto interior bruto a precios de mercado | ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε τιμές αγοράς |
producto nacional bruto a precios de mercado | ακαθάριστο εθνικό προϊόν σε τιμές αγοράς |
propensión a ahorrar | ροπή προς αποταμίευση |
propensión a ahorrar | αποταμιευτική τάση |
proveedor de contenidos de acceso a Internet | φορέας παροχής υπηρεσιών Internet |
proyecto o acción de cooperación | σχέδιο ή δράση συνεργασίας |
préstamo a largo plazo | μακροπρόθεσμο δάνειο |
préstamo a medio plazo | μεσοπρόθεσμο δάνειο |
préstamo a plazo fijo | δάνειο με καθορισμένη διάρκεια |
préstamo contraído a corto plazo | βραχυπρόθεσμο δάνειο |
préstamo pagadero a corto plazo | δάνειο πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση |
préstamo pagadero a solicitud | δάνειο πληρωτέο σε πρώτη ζήτηση |
préstamo subvencionado a corto plazo | βραχυπρόθεσμη επιδοτούμενη πίστωση |
puesta a cero | μηδενισμός |
puesta a consumo | θέση σε κατανάλωση |
puesta a disposición de recursos propios | διάθεση ιδίων πόρων |
pérdida o deterioro de fondos, valores y documentos | απώλεια ή βλάβη των μετρητών,αξιών και εγγράφων |
que el Estado interesado modifique o suprima tales medidas | ότι το εν λόγω Kράτος υποχρεούται να τροποποιήσει ή καταργήσει τα μέτρα αυτά |
ratio de activo a fondos propios | δείκτης ενεργητικού/μετοχής |
ratio de costes administrativos a préstamos pendientes | λόγος των διοικητικών εξόδων προς το υπόλοιπο των χορηγήσεων |
ratio de endeudamiento a largo plazo | δείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-καθαρής αξίας περιουσίας |
ratio de endeudamiento a largo plazo | δείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-ίδιων κεφαλαίων |
ratio de endeudamiento a largo plazo sobre capitalización | μακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση |
ratio de endeudamiento a largo plazo sobre capitalización | μακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια |
ratios de solvencia a corto plazo | δείκτες βραχυπρόθεσμης φερεγγυότητας |
recompra a plazos | επαναγορά σε δόσεις |
redondeo por exceso o por defecto a la unidad fraccionaria más próxima | στρογγυλοποιώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω προς την πλησιέστερη υποδιαίρεση 1 |
reducción o aumento de los derechos de aduana | μείωση ή ύψωση των δασμών |
reglamentos aduaneros o postales | τελωνειακοί ή ταχυδρομικοί κανονισμοί |
rembolso a plazos | τμηματική εξόφληση |
rendimiento a conversión | απόδοση μέχρι την αγορά |
renuncia a títulos de crédito | εγκατάλειψη απαιτήσεων |
residencia a efectos fiscales | φορολογητέα παρουσία |
restricciones a la exportación de carácter económico o fiscal | περιορισμοί εξαγωγών οικονομικής και ταμιευτικής φύσης |
resultado final, positivo o negativo | τελικό αποτέλεσμα,θετικό ή αρνητικό |
retribución a tanto alzado | σύστημα κατ΄αποκοπήν αμοιβών |
revocar o suspender la autorización | ανακαλώ ή αναστέλλω την άδεια |
riesgo a largo plazo de inflación | μακροπρόθεσμος κίνδυνος πληθωρισμού |
riesgo a largo plazo de inflación | μακροπρόθεσμος κίνδυνος για μελλοντικό πληθωρισμό |
riesgo calculado a precios de mercado | κίνδυνος υπολογισμένος σε σχέση με την αγορά |
riesgo cambiario entre dos o más monedas | συναλλαγματικός κίνδυνος |
riesgo de contrapartida o liquidación | κίνδυνος αντισυμβαλλόμενου-διακανονισμού |
riesgo frente a grupos de clientes relacionados | άνοιγμα έναντι ομίλων συνδεδεμένων πελατών |
riesgo total frente a emisores | συνολικός κίνδυνος έναντι ενός εκδότη |
régimen de compensación a tanto alzado | κατ'αποκοπή καθεστώς αντιστάθμισης |
régimen de imposición a tanto alzado | εκκαθάριση σύμφωνα με το κατ' αποκοπή σύστημα |
régimen de imposición a tanto alzado | εκκαθάριση κατ' αποκοπή |
saldo a cuenta nueva | υπόλοιπο σε μεταφορά |
saldo a favor | πίστωση σε λογαριασμό |
saldo intermedio a cuenta nueva | υπόλοιπο στην επόμενη σελίδα |
seguro por daños a terceros | ασφάλεια αστικής ευθύνης |
sello de la Casa de la Moneda o de la Oficina de Contraste de EE. UU. | Σφραγίδα του Γραφείου Eλέγχου Mετάλλων του Nομισματοκοπείου των HΠA |
ser sometido a control aduanero | υποβάλλομαι σε τελωνειακό έλεγχο |
servicio realizado a título oneroso | παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας |
sesión a puerta cerrada | σύσκεψη εκτελεστικών στελεχών |
sistema de valoración a precios de mercado | μέθοδος της αποτίμησης βάσει των τρεχουσών τιμών της αγοράς |
sistema de valores medios a tanto alzado | σύστημα μέσων κατ'αποκοπή τιμών |
someterse a todo control o censo | δέχομαι οποιονδήποτε έλεγχο ή απογραφή |
subasta a tipo único | δημοπρασία ολλανδικού τύπου |
subvención sujeta a medidas compensatorias | αντισταθμίσιμη επιδότηση |
sujeto a impuesto | φορολογητέος |
sujeto a recompra | υποκείμενο σε επαναγορά |
supresión o modificación de un contingente | κατάργηση ή τροποποίηση ποσόστωσης |
suspender total o parcialmente la percepción de los derechos | αναστέλλει ολικώς ή μερικώς την εφαρμογή των δασμών |
suspensión o devolución de los derechos de aduana | αναστολή ή επιστροφή δασμών |
tasa a pagar | τέλος προς πληρωμή |
tasa preferencial a largo plazo | μακροχρόνιο βασικό επιτόκιο |
tenencia de fondos o valores negociables de terceros | κατοχή κεφαλαίων ή κινητών αξιών τρίτων |
tipo del mercado a corto plazo | βραχυπρόθεσμο επιτόκιο της αγοράς |
tipo interbancario a tres meses | διατραπεζικό επιτόκιο τριών μηνών |
tipo preferencial a largo plazo | μακροχρόνιο βασικό επιτόκιο |
tipos a corto plazo | βραχυπρόθεσμα επιτόκια |
tipos a largo plazo | μακροπρόθεσμο επιτόκιο |
tirada a suerte de títulos | κλήρωση τίτλων |
todo o nada | πλήρης εκτέλεση ή απόσυρση εντολής |
trabajo de mecanografía encomendado a terceros | δακτυλογράφηση που ανατίθενται εκτός υπηρεσίας |
tramos posteriores o más alejados | τμήματα πριν και μετά τα κεντρικά αεροδρόμια |
transferencia cuenta a cuenta | συμψηφιστική εγγραφή |
transferencia de capítulo a capítulo | μεταφορά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο |
transferencia de capítulo a capítulo y de artículo a artículo | μεταφορά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο και από άρθρο σε άρθρο |
transferencia postal o bancaria | πληρωμή με ταχυδρομική ή τραπεζική εντολή |
transmitir órdenes a determinadas contrapartes | διαβίβαση εντολών σε ορισμένους αντισυμβαλλόμενους |
traslado a ejercicios futuros | μεταφορά σε επόμενες χρήσεις |
tratamiento automatizado de principio a fin | αυτοματοποιημένη επεξεργασία |
técnica de comunicación a distancia | τεχνική επικοινωνίας από απόσταση |
técnicas de cambio anormales como por ejemplo los tipos flotantes o los tipos de cambio múltiples | μη κανονικές συναλλαγματικές μέθοδοι,όπως είναι οι κυμαινόμενες τιμές ή οι πολλαπλές τιμές συν |
título a corto plazo | βραχυπρόθεσμος τίτλος |
título a corto plazo | βραχυπρόθεσμοι τίτλοι |
título a largo plazo | μακροπρόθεσμος τίτλος |
título a largo plazo | μακροπρόθεσμοι τίτλοι |
título a medio plazo | μεσοπρόθεσμος τίτλος |
título a medio plazo | μεσοπρόθεσμοι τίτλοι |
título admitido a cotización oficial | τίτλοι που αποτελούν αντ διαπραγμάτευσης |
título admitido a cotización oficial | τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο επίσημης χρηματιστηριακής εγγραφής |
título admitido a cotización oficial | εισηγμένη αξία αξία εισηγμένη στο χρηματιστήριο |
título comprado a plazo | προθεσμιακή αγορά τίτλων |
título que confiere derecho a voto | τίτλος που παρέχει δικαίωμα ψήφου |
título vendido a plazo | προθεσμιακή πώληση τίτλων |
títulos y fondos en depósito o en caja | αξίες και μετρητά σε κατάθεση ή στο ταμείο |
unidad familiar a efectos fiscales | φορολογική εστία |
valor a corto plazo | βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα |
valor arbitrario o ficticio | αυθαίρετα προσδιοριζόμενη αξία ή πλασματική |
valor mobiliario admitido a cotización oficial | τίτλος δεκτός επίσημα σε ένα χρηματιστήριο |
valor mobiliario admitido a cotización oficial | κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστήριο αξιών |
valores a largo plazo | μακροπρόθεσμος τίτλος |
valores a medio plazo | μεσοπρόθεσμος τίτλος |
valores a más largo plazo de oferta continua COLTS | συνεχής προσφορά κινητών αξιών |
valores de inversión a largo plazo | τίτλοι επένδυσης |
valores mobiliarios emitidos por un Estado o por sus entes públicos territoriales | κινητές αξίες που εκδίδονται από το κράτος και από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοíκησης |
venta a crédito | πώληση με πίστωση |
venta a distancia | τηλεπώληση |
venta a domicilio | πώληση κατ'οίκον |
venta a domicilio | πώληση κατ΄οίκον |
venta a domicilio | πωλήσεις κατ'οίκoν |
venta a pacientes bien determinados | πώληση σε "ονομαστική" βάση |
venta a precio bajo | πώληση σε χαμηλότερες τιμές |
venta a precio conocido | πώληση της οποίας η τιμή είναι γνωστή |
venta "a precio de saldo" | εκποίηση σε εξευτελιστικές τιμές |
venta de valores negociables a domicilio | εκτός εμπορικού καταστήματος πώληση κινητών αξιών |
vinculación a una canasta | πρόσδεση ισοτιμίας σε δέσμη νομισμάτων |
vinculación a una cesta | πρόσδεση ισοτιμίας σε δέσμη νομισμάτων |
vinculación a una sola moneda | πρόσδεση σε ένα μόνο νόμισμα |
vincular una moneda a | προσδένω ένα νόμισμα σε |
vínculo a una sola moneda | πρόσδεση συναλλαγματικής ισοτιμίας σε ένα μόνο νόμισμα |
zapato destinado a ser calzado sobre una escayola | υπόδημα προοριζόμενο να φοριέται πάνω από γύψινο επίδεσμο |
zona A | ζώνη Α |
órgano de administración, de dirección o de control | όργανο που ασκεί διοίκητικά, διεύθυντικά ή εποπτικά καθήκοντα; διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο |
última transformación o elaboración sustancial, económicamente justificada | τελευταία ουσιαστική μεταποίηση ή επεξεργασία,δικαιολογημένη από οικονομική άποψη |