DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing long | all forms | exact matches only
EnglishGreek
as long as the revenue is not used for any other purposeτα έσοδα διατηρούν τον καταλογισμό τους
average monthly yield on long-term Government bondsμέσο επιτόκιο κρατικών δανείων
average yield on long-term Government bondsμέσο επιτόκιο κρατικών δανείων
for as long as that authorisation remains valid.η διάρκεια της ισχύος της αδείας
forward-looking long run average incremental costμελλοντοστραφές μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος
long-and medium-term debtμεσο-μακροπρόθεσμο χρέος
long billμακροπρόθεσμη συναλλαγματική
long bondμακροπρόθεσμη ομολογία
long callαγορά call
long callθέση αγοράς δικαιώματος αγοράς
long callαγορά οψιόν αγοράς
long call positionαγορά call
long call positionαγορά οψιόν αγοράς
long-dated billμακροπρόθεσμη συναλλαγματική
long-dated bondμακροπρόθεσμη ομολογία
long-dated securityμακροπρόθεσμος τίτλος
long-dated securityμακροπρόθεσμοι τίτλοι
long end of the marketαγορά μακροπρόθεσμων κεφαλαίων
"long form" audit reportεκτενής έκθεση ελέγχου
long hedgeαντισταθμιστική θέση αγοράς
long positionανοδική θέση
long positionθέση αγοράς
long positionθέση lοng
long run average incremental costμακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος
long run average incremental costμακροπρόθεσμο μέσο αυξητικό κόστος
long run incremental costμακροπρόθεσμο οριακό κόστος
long-service allowanceεπίδομα προϋπηρεσίας
long settlement transactionσυναλλαγή με μακρά προθεσμία διακανονισμού
long straddleαγορά διπλής οψιόν
long straddleαγορά straddle
long syntheticσυνθετική αγορά οψιόν
long-term advanceμακροπρόθεσμη προκαταβολή
long-term billμακροπρόθεσμη συναλλαγματική
long-term blended cost rate LTBμακροπρόθεσμο μεικτό επιτόκιο
long-term bondομολογιακό δάνειο
long-term bondμακροπρόθεσμη ομολογία
long-term capital movementsκινήσεις κεφαλαίων μακροπρόθεσμα
long-term capital movementsκινήσεις κεφαλαίων,μακροπρόθεσμα
long-term creditμακροπρόθεσμα δάνεια
long term creditμακροπρόθεσμη πίστωση
long term creditμακροπρόθεσμα δάνεια
long-term debt securitiesμακροπρόθεσμα χρεόγραφα
long-term debt to equity ratioδείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-καθαρής αξίας περιουσίας
long-term debt to equity ratioδείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-ίδιων κεφαλαίων
long term debt/capitalisationμακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση
long term debt/capitalisationμακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια
long term debt/capitalizationμακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια
long term debt/capitalizationμακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση
long-term freezing of the assets of credit institutionsμακροπρόθεσμη δέσμευση στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων
long-term interest rateμακροπρόθεσμο επιτόκιο
long-term interest rateμακροπρόθεσμα επιτόκια
long term loanμακροπρόθεσμα δάνεια
long term loanμακροπρόθεσμη πίστωση
long-term loanμακροπρόθεσμο δάνειο
long-term marketαγορά κεφαλαίων
long-term marketκεφαλαιαγορά
long-term planningμακροπρόθεσμος προγραμματισμός
long-term prime rate LTPRμακροχρόνιο βασικό επιτόκιο
long-term rateμακροπρόθεσμα επιτόκια
long-term rateμακροπρόθεσμο επιτόκιο
long-term securitiesμακροπρόθεσμοι τίτλοι
long-term securityμακροπρόθεσμοι τίτλοι
long-term securityμακροπρόθεσμος τίτλος
long-term sustainability of public financesμακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών
net long positionκαθαρή θέση long
nominal long-term interest rateμακροπρόθεσμη ονομαστική τιμή επιτοκίων
other long-term capitalλοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια
other long-term capital:netλοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό
other sectors,long termλοιποί τομείς
synthetic longσυνθετική αγορά οψιόν
synthetic long buyσυνθετική αγορά οψιόν
synthetic long positionσυνθετική αγορά οψιόν
take a long or short position in a currency, etc.αναλαμβάνω θέση long ή short σε ένα νόμισμα, κλπ.; αναλαμβάνω ανοδική ή πτωτική θέση
yield on long-term government bonds,at constant priceαπόδοση μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών,σε σταθερές τιμές
yield on long-term government bonds,at current pricesαπόδοση μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών,σε τρέχουσες τιμές