Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Finances
containing
long
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
as
long
as the revenue is not used for any other purpose
τα έσοδα διατηρούν τον καταλογισμό τους
average monthly yield on
long
-term Government bonds
μέσο επιτόκιο κρατικών δανείων
average yield on
long
-term Government bonds
μέσο επιτόκιο κρατικών δανείων
for as
long
as that authorisation remains valid.
η διάρκεια της ισχύος της αδείας
forward-looking
long
run average incremental cost
μελλοντοστραφές μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος
long
-and medium-term debt
μεσο-μακροπρόθεσμο χρέος
long
bill
μακροπρόθεσμη συναλλαγματική
long
bond
μακροπρόθεσμη ομολογία
long
call
αγορά call
long
call
θέση αγοράς δικαιώματος αγοράς
long
call
αγορά οψιόν αγοράς
long
call position
αγορά call
long
call position
αγορά οψιόν αγοράς
long
-dated bill
μακροπρόθεσμη συναλλαγματική
long
-dated bond
μακροπρόθεσμη ομολογία
long
-dated security
μακροπρόθεσμος τίτλος
long
-dated security
μακροπρόθεσμοι τίτλοι
long
end of the market
αγορά μακροπρόθεσμων κεφαλαίων
"
long
form" audit report
εκτενής έκθεση ελέγχου
long
hedge
αντισταθμιστική θέση αγοράς
long
position
ανοδική θέση
long
position
θέση αγοράς
long
position
θέση lοng
long
run average incremental cost
μακροπρόθεσμο μέσο οριακό κόστος
long
run average incremental cost
μακροπρόθεσμο μέσο αυξητικό κόστος
long
run incremental cost
μακροπρόθεσμο οριακό κόστος
long
-service allowance
επίδομα προϋπηρεσίας
long
settlement transaction
συναλλαγή με μακρά προθεσμία διακανονισμού
long
straddle
αγορά διπλής οψιόν
long
straddle
αγορά straddle
long
synthetic
συνθετική αγορά οψιόν
long
-term advance
μακροπρόθεσμη προκαταβολή
long
-term bill
μακροπρόθεσμη συναλλαγματική
long
-term blended cost rate
LTB
μακροπρόθεσμο μεικτό επιτόκιο
long
-term bond
ομολογιακό δάνειο
long
-term bond
μακροπρόθεσμη ομολογία
long
-term capital movements
κινήσεις κεφαλαίων μακροπρόθεσμα
long
-term capital movements
κινήσεις κεφαλαίων,μακροπρόθεσμα
long
-term credit
μακροπρόθεσμα δάνεια
long
term credit
μακροπρόθεσμη πίστωση
long
term credit
μακροπρόθεσμα δάνεια
long
-term debt securities
μακροπρόθεσμα χρεόγραφα
long
-term debt to equity ratio
δείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-καθαρής αξίας περιουσίας
long
-term debt to equity ratio
δείκτης μακροπρόθεσμου χρέους-ίδιων κεφαλαίων
long
term debt/capitalisation
μακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση
long
term debt/capitalisation
μακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια
long
term debt/capitalization
μακροπρόθεσμο χρέος/διαθέσιμα κεφάλαια
long
term debt/capitalization
μακροπρόθεσμο χρέος/κεφαλαιοποίηση
long
-term freezing of the assets of credit institutions
μακροπρόθεσμη δέσμευση στοιχείων ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων
long
-term interest rate
μακροπρόθεσμο επιτόκιο
long
-term interest rate
μακροπρόθεσμα επιτόκια
long
term loan
μακροπρόθεσμα δάνεια
long
term loan
μακροπρόθεσμη πίστωση
long
-term loan
μακροπρόθεσμο δάνειο
long
-term market
αγορά κεφαλαίων
long
-term market
κεφαλαιαγορά
long
-term planning
μακροπρόθεσμος προγραμματισμός
long
-term prime rate
LTPR
μακροχρόνιο βασικό επιτόκιο
long
-term rate
μακροπρόθεσμα επιτόκια
long
-term rate
μακροπρόθεσμο επιτόκιο
long
-term securities
μακροπρόθεσμοι τίτλοι
long
-term security
μακροπρόθεσμοι τίτλοι
long
-term security
μακροπρόθεσμος τίτλος
long
-term sustainability of public finances
μακροπρόθεσμη διατηρησιμότητα των δημόσιων οικονομικών
net
long
position
καθαρή θέση long
nominal
long
-term interest rate
μακροπρόθεσμη ονομαστική τιμή επιτοκίων
other
long
-term capital
λοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια
other
long
-term capital:net
λοιπά μακροπρόθεσμα κεφάλαια:καθαρό
other sectors,
long
term
λοιποί τομείς
synthetic
long
συνθετική αγορά οψιόν
synthetic
long
buy
συνθετική αγορά οψιόν
synthetic
long
position
συνθετική αγορά οψιόν
take a
long
or short position
in a currency, etc.
αναλαμβάνω θέση long ή short
σε ένα νόμισμα, κλπ.
; αναλαμβάνω ανοδική ή πτωτική θέση
yield on
long
-term government bonds,at constant price
απόδοση μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών,σε σταθερές τιμές
yield on
long
-term government bonds,at current prices
απόδοση μακροπρόθεσμων κρατικών ομολογιών,σε τρέχουσες τιμές
Get short URL