Portuguese | Greek |
a aproximação progressiva dos seus direitos aduaneiros em relação aos da pauta aduaneira comum | η προοδευτική προσέγγιση των δασμών τους προς τους δασμούς του κοινού δασμολογίου |
a coordenação das políticas dos Estados-Membros em matéria monetária | ο συντονισμός της νομισματικής πολιτικής των Kρατών μελών |
a levar em conta | μόνο για κατάθεση |
a política em matéria de taxas de câmbio | η σχετική με την τιμή συναλλάγματος πολιτική |
a progressiva coordenação das políticas em matéria cambial | ο προοδευτικός συντονισμός της πολιτικής των Kρατών μελών σε θέματα συναλλάγματος |
a remessa é apresentada em cada estância aduaneira de passagem | η εμπορευματική αποστολή προσκομίζεται σε κάθε τελωνείο διέλευσης |
abertura de crédito em conta corrente | άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό |
abertura de crédito em conta corrente | άνοιγμα πίστωσης σε αλληλόχρεο λογαριασμό |
aceite em branco | αποδοχή εν λευκώ |
acordo de compra em conjunto | συμφωνία πραγματοποίησης κοινών αγορών |
acordo de desenvolvimento em comum | συμφωνία για την από κοινού ανάπτυξη |
acordo de promoção em comum | συμφωνία συμπροώθησης |
acordo de promoção em comum | συμφωνία από κοινού προώθησης |
acordo em matéria de política de rendimentos | συμφωνία για την εισοδηματική πολιτική |
Acordo entre a Comunidade Europeia e os Estados Unidos da América relativo a medidas sanitárias de proteção da saúde pública e animal em matéria de comércio de animais vivos e de produtos animais | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής περί Υγειονομικών μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και της υγείας των ζώων που εφαρμόζονται στο εμπόριο των ζώντων ζώων και των ζωικών προϊόντων |
acordos pautais em vigor com os países terceiros | ισχύουσες δασμολογικές συμφωνίες με τις τρίτες χώρες |
activos detidos em contrapartida das notas em circulação | τα στοιχεία του ενεργητικού που έχει κανείς στην κατοχή του έναντι των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων |
acumulação diagonal em matéria das regras de origem | διαγώνια σώρευση όσον αφορά τους κανόνες καταγωγής |
adiantamento em conta corrente | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
adiantamento em crédito hipotecário | προκαθορισμένη καταβολή |
adotar o projeto de orçamento em segunda leitura | εγκρίνω το σχέδιο προϋπολογισμού σε δεύτερη ανάγνωση |
afretador em casco nu | ναυλωτής πλοίου χωρίς φορτίο |
amortização em anuidades constantes | εξόφληση με ετήσιες τοκοχρεωλυτικές αποδείξεις |
amortização em anuidades constantes | ετήσια απόσβεση με ποσοστό ανάλογο με τα χρóνια |
amortização em anuidades constantes | εξóφληση τοκοχρεωλυτικώς |
aplicação prática de medidas tendo em vista a transiçãopara o euro | η μετάβαση στο ευρώ στην πράξη |
artigo em kit | είδος που παραδίδεται ως σύνολο ετοίμων τεμαχίων προς συναρμολόγηση |
as disposições em matéria de legislação aduaneira | οι διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας |
assessoramento em matéria de gestão | συμβουλή για τη διαχείριση |
associação europeia de corretores em valores mobiliários | Ευρωπαϊκής ένωση χρηματιστών που διενεργούν πράξεις επί κινητών αξιών |
atividade em livre prestação de serviços | δραστηριότητα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών |
ativo a utilizar em operações de política monetária de cedência de liquidez do SEBC | ασφάλεια επιλέξιμη προς χρήση στις πράξεις του ΕΣΚΤ για την παροχή ρευστότητας |
ativo em divisas | συναλλαγματικά διαθέσιμα |
ativo em divisas | απαιτήσεις σε συνάλλαγμα |
ativo/PIB em % | στοιχεία ενεργητικού/ΑΕγχΠ ως ποσοστό % |
ativos em ECU | διαθέσιμα σε ECU |
ativos externos em moedas estrangeiras | εξωτερικές απαιτήσεις σε συνάλλαγμα |
ato adotado em execução dos Tratados | πράξη που εκδίδεται κατ'εφαρμογή των συνθηκών |
aumento de capital por entradas em espécie | αύξηση κεφαλαίου με εισφορά σε είδος |
autorizações em suspenso | αδρανείς αναλήψεις υποχρεώσεων |
auxílio à modernização de navios de pesca em atividade | ενισχύσεις για τον εκσυχρονισμό των εν ενεργεία σκαφών |
ação depositada em caução | μετοχή προς εγγύηση |
ação depositada em caução | μετοχή που κατατίθεται ως εγγύηση |
ação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro | μετοχή έναντι εισφοράς σε είδος |
ação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro | μετοχή αμοιβής |
ação emitida como contrapartida de transferências que não sejam em dinheiro | μετοχή σε αντάλλαγμα εισφοράς |
ação emitida em substituição | μετοχή που εκδίδεται προς αντικατάσταση |
ações em circulação | κυκλοφορούσες μετοχές |
banca em linha | δικτυοτραπεζική |
banco especializado em gestão de tesouraria | τράπεζα χρηματαγοράς |
banco especializado em intermediação financeira | τράπεζα που αντλεί τα κεφάλαιά της από την εσωτερική και διεθνή χρηματαγορά |
Caixa Nacional de Previdência e Assistência dos Diplomados em Ciências Económicas | Εθνικό Γραφείο Προνοίας και Αρωγής Οικονομολόγων |
capital em ações ordinárias | μετοχικό κεφάλαιο σε κοινές μετοχές |
capital em dívida | κεφάλαιο δανεισμού |
capital em gado | ζωικό κεφάλαιο |
capital em maquinaria | τεχνικό κεφάλαιο |
capital em maquinaria | κεφάλαιο μηχανολογικού εξοπλισμού |
capital em propriedade coletiva | κεφάλαιο που ανήκει στο κράτος |
capital em risco | κεφάλαιο κινδύνου |
capital utilizado em média | μέσο απασχολούμενο κεφάλαιο |
captar recursos em condições vantajosas | αντλώ πόρους υπό συμφέροντες όρους |
captar recursos em condições vantajosas | αντλώ πόρους με καλή σχέση κόστους-απόδοσης |
casos em que as dotações orçamentais são ultrapassadas | υπέρβαση των πιστώσεων του προϋπολογισμού |
caução em numerário | εγγύηση σε μετρητά |
certificado para presença em Assembleia Geral | άδεια εισόδου σε γενική συνέλευση |
cessão em branco | μεταβίβαση χρεογράφων εν λευκώ |
cheque para levar em conta | δίγραμμη επιταγή |
cheque para levar em conta | επιταγή μόνο για πίστωση λογαρισμού |
cheque para levar em conta | επιταγή προς κατάθεση |
classe separada de posições em risco | διακριτή κατηγορία ανοιγμάτων |
cobrança de cheques com base em papel | εξαργύρωση επιταγής με χρησιμοποίηση εντύπων |
cobrança de cheques com base em papel | είσπραξη επιταγής με χρήση έντυπου υλικού |
cobrança de imposto em falta | είσπραξη μη καταβεβλημένων φόρων |
cobrança de impostos em mora | είσπραξη μη καταβεβλημένων φόρων |
coerência das notações em toda a zona euro | συνοχή των διαβαθμίσεων πιστοληπτικής ικανότητας στη ζώνη του ευρώ |
coinvestimento em quase-fundos próprios | συνεπένδυση με σχεδόν ίδιους πόρους |
colocação em circulação de títulos | θέση σε κυκλοφορία μετοχών |
colocação em comissão | τοποθέτηση χρεογράφων επί προμηθεία |
colocação em comissão | διάθεση χρεογράφων επί προμηθεία |
colocação em livre prática | θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία |
colocação em livre prática | θέση σε ελεύθερη διακίνηση |
colocação em valores mobiliários | τοποθέτηση σε χρεόγραφα |
colocação em valores mobiliários | τοποθέτηση σε τίτλους |
comitente de um organizador de vendas em hasta pública | εντολέας διοργανωτή δημοπρασίας |
Comité Consultivo em matéria aduaneira e de fiscalidade indireta | Συμβουλευτική επιτροπή τελωνειακών θεμάτων και έμμεσης φορολογίας |
Comité Consultivo em Matéria de Acordos, Decisões e Práticas Concertadas e de Posições Dominantes | συμβουλευτική επιτροπή συμφωνιών και δεσποζουσών θέσεων |
Comité Consultivo em Matéria de Acordos, Decisões e Práticas Concertadas e de Posições Dominantes no domínio das Operações de Concentração entre Empresas | συμβουλευτική επιτροπή συμφωνιών και δεσποζουσών θέσεων στον τομέα των συνεννοήσεων μεταξύ επιχειρήσεων |
Comité Consultivo em Matéria de Auxílios Concedidos no Domínio dos Transportes por Caminho-de-Ferro, por Estrada e por Via Navegável | συμβουλευτική επιτροπή για τις ενισχύσεις που χορηγούνται στον τομέα των σιδηροδρομικών, οδικών και εσωτερικών πλωτών μεταφορών |
Comité Consultivo em matéria de auxílios concedidos pelos Estados | συμβουλευτική επιτροπή για τις κρατικές ενισχύσεις |
Comité Consultivo em Matéria de Contabilidade das Empresas de Caminho-de-Ferro | συμβουλευτική επιτροπή για τη λογιστική των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων |
Comité Consultivo em Matéria de Contratos de Agência | συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των συμβάσεων αντιπροσώπευσης |
Comité Consultivo em Matéria de Cálculo dos Custos das Empresas de Caminho-de-Ferro | συμβουλευτική επιτροπή για τον υπολογισμό του κόστους των σιδηροδρομικών επιχειρήσεων |
Comité Consultivo em Matéria de Seguros | συμβουλευτική επιτροπή στον τομέα των ασφαλειών |
Comité da ajuda à reestruturação económica em certos países da Europa Central e Oriental | Επιτροπή για την ενίσχυση της αναδιάρθρωσης ορισμένων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης |
Comité de Contacto em Matéria de Organismos de Investimento Coletivo em Valores Mobiliários | επιτροπή επαφών στον τομέα των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες |
Comité de Contacto em Matéria de Valores Mobiliários | επιτροπή επαφών για τις κινητές αξίες |
competência em matéria monetária | εξουσία σε θέματα νομισματικής πολιτικής |
compra em exclusividade | αποκλειστική προμήθεια |
concessão de empréstimos baseados em ativos | δανειοδότηση βάσει περιουσιακών στοιχείων |
conjunto de posições em risco | δέσμη ανοιγμάτων |
conselheiro em investimentos | σύμβουλος επενδύσεων |
constituição da dívida aduaneira em zona franca | γένεση τελωνειακής οφειλής στο πλαίσιο ελεύθερων ζωνών |
consórcio para a concessão de crédito em eurodivisas | κοινοπρακτικό ευρω-δάνειο |
consórcio para a concessão de crédito em eurodivisas | κοινοπρακτικό δάνειο της ευρω-αγοράς |
conta do exercício em curso | λογαριασμός του τρέχοντος οικονομικού έτους |
conta em ecus | λογαριασμός εκφρασμένος σε Ecu |
conta em moeda estrangeira | λογαριασμός σε ξένο συνάλλαγμα |
conta em numerário | λογαριασμός ταμείου |
contabilidade em euros | κατάρτιση λογιστικών καταστάσεων των εταιρειών σε ευρώ |
Contas da Comunidade Europeia do Carvão e do Aço em 31 de Dezembro de 1989 e em 31 de Dezembro de 1988 | δημοσιονομικές καταστάσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ΄Ανθρακα και Χάλυβα στις 31 Δεκεμβρίου 1989 και 31 Δεκεμβρίου 1988 |
contas em numerário e existências | λογαριασμοί ταμείου και υλικών |
contingente expresso em unidades de conta | ποσόστωση που εκφράζεται σε λογιστικές μονάδες |
contingente expresso em valor | ποσόστωση που εκφράζεται κατ'αξία |
contingente expresso em valor | ποσόστωση κατ'αξία |
contingente expresso em volume | ποσόστωση που εκφράζεται κατά ποσότητα |
contingente expresso em volume | ποσόστωση κατά ποσότητα |
contrafação e falsificação de notas expressas em euros | παραχάραξη και παραποίηση τραπεζογραμματίων σε ευρώ |
contratos de liquidação em numerário | συμβόλαια παραγωγών με διακανονισμό συναλλαγής σε μετρητά |
contratos em aberto | ανοιχτά συμβόλαια |
contravalor do ecu em moedas nacionais | τιμή του Ecu σε εθνικό νόμισμα |
contravalor do ecu em moedas nacionais | ισοτιμία του Ecu έναντι των εθνικών νομισμάτων |
contra-valor em moeda nacional | ισόποσο σε εθνικό νόμισμα |
contribuição em espécie paga em ações | συνεισφορά σε είδος που καταβάλλεται σε μετοχές |
Convenção aduaneira relativa às facilidades concedidas para a importação de mercadorias destinadas a ser apresentadas ou utilizadas em exposições, congressos ou manifestações semelhantes | τελωνειακή σύμβαση σχετικά με την παροχή διευκολύνσεων για την εισαγωγή εμπορευμάτων που προορίζο χρησιμοποίηση σε εκθέσεις,πανηγύρεις,συνέδρια ή παρόμοιες εκδηλώσεις-Bρυξέλλες 1961 |
Convenção Aduaneira relativa às Facilidades concedidas para a Importação de Mercadorias destinadas a serem apresentadas ou utilizadas em Exposições, Feiras, Congressos ou Manifestações Semelhantes | Tελωνειακή Σύμβαση "περί της παροχής διευκολύνσεων διά την εισαγωγήν εμπορευμάτων προοριζομένων προς επίδειξιν ή χρησιμοποίησιν εις εκθέσεις, πανηγύρεις, συνέδρια ή παρομοίας εκδηλώσεις" |
Convenção destinada a regular certos Conflitos de Leis em matéria de Cheques | Σύμβαση "περί κανονισμού συγκρούσεων τινών νόμων επί των επιταγών" |
Convenção destinada a regular certos Conflitos de Leis em matéria de Letras e Livranças | Σύμβαση "περί κανονισμού συγκρούσεων τινών νόμων επί συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν" |
Convenção Estabelecendo uma Lei Uniforme em Matéria de Cheques | Σύμβαση "περί ενιαίου νόμου περί επιταγής" |
Convenção Estabelecendo uma Lei Uniforme em matéria de Letras e Livranças | Σύμβαση "περί ενιαίου νόμου επί των συναλλαγματικών και γραμματίων εις διαταγήν" |
Convenção relativa ao Imposto do Selo em matéria de Cheques | Σύμβαση "περί χαρτοσημάνσεως των επιταγών" |
Convenção relativa ao Imposto do Selo em matéria de Letras e Livranças | Σύμβαση για τη χαρτοσήμανση των συναλλαγματικών και των γραμματίων σε διαταγή |
Convenção relativa ao Regime Aduaneiro dos Contentores Explorados em comum no Transporte Internacional | σχέδιο Σύμβασης για την κοινοπραξία διεθνών μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων |
Convenção sobre a Exploração em comum de Contentores | σχέδιο Σύμβασης για την κοινοπραξία διεθνών μεταφορών εμπορευματοκιβωτίων |
conversão com base em lotes de valores não inteiros | μετατροπή βάσει μη ομοιόμορφης ονομαστικής αξίας |
conversão da dívida em euros | μετατροπή του χρέους σε ευρώ |
conversão do depósito em multa | μετατροπή μιας κατάθεσης σε πρόστιμο |
conversão dos certificados em títulos originais | μετατροπή των πιστοποιητικών σε πρωτότυπους τίτλους |
conversão em euros com base no valor nominal arredondado mais próximo | μετατροπή βάσει του πλησιέστερου στρογγυλού ποσού ονομαστικής αξίας σε ευρώ 1 |
conversão em moedas nacionais dos montantes expressos em unidades de conta | μέθοδος μετατροπής σε εθνικά νομίσματα των ποσών που εκφράζονται σε λογιστικές μονάδες |
converter em francos-ouro | μετατρέπω σε χρυσά φράγκα |
converter os haveres em divisas de países terceiros | μετατρέπει σε συνάλλαγμα τρίτων χωρών τα στοιχεία ενεργητικού |
cotação marginal em pontos de swap | οριακό επίπεδο μονάδων βάσης swap |
crescimento anual em termos reais | ετήσια ανάπτυξη σε πραγματικούς όρους |
crédito em conta corrente | πίστωση σε τρεχούμενο λογαριασμό |
crédito em conta corrente | λογιστική πίστωση |
crédito em divisas | χρεωστικός τίτλος σε συνάλλαγμα |
créditos em dívida e obrigações financeiras | απαιτήσεις και χρηματοοικονομμικές υποχρεώσεις |
custos de transação em bolsa | έξοδα χρηματιστηριακών συναλλαγών |
dar em penhor | ενεχυριάζω |
dar em pensão | δάνειο έναντι ενεχυρίασης γραμματίουή χρεογράφων |
denúncia em matéria de anti-dumping | καταγγελία αντιντάμπινγκ |
depósito bancário e valores em conta de cheques postais | μετρητά σε τράπεζα και λογαριασμούς ταχυδρομικών επιταγών |
depósito em metal precioso | λογαριασμός μετάλλου |
depósito em numerário | κατάθεση σε μετρητά |
depósito em numerário | κατάθεση χρηματικού ποσού |
depósitos em ouro dos Bancos Centrais | εισφορές των κεντρικών τραπεζών σε χρυσό |
depósitos obrigatórios em contas bloqueadas junto do banco central | υποχρεωτικές καταθέσεις σε δεσμευμένο λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας |
despesa em excesso | υπερβολική δαπάνη |
despesas de deslocação em serviço | έξοδα μετακινήσεως |
despesas de deslocação em serviço | έξοδα αποστολών |
despesas decorrentes obrigatoriamente do Tratado ou dos atos aprovados em virtude do mesmo | υποχρεωτικά έξοδα |
despesas decorrentes obrigatoriamente do Tratado ou dos atos aprovados em virtude do mesmo | έξοδα τα οποία υποχρεωτικώς απορρέουν από τη συνθήκη ή από τις πράξεις που εκδίδονται δυνάμει αυτής |
despesas em formalidades aduaneiras | έξοδα τελωνειακών διατυπώσεων |
devedor em falta | οφειλέτης που αθέτησε τις υποχρεώσεις του |
devedor em falta | οφειλέτης που αθετεί τις υποχρεώσεις του |
devedor em falta | οφειλέτης που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του |
devedor em falta | ασυνεπής οφειλέτης |
devedor em mora | οφειλέτης που αθετεί τις υποχρεώσεις του |
devedor em mora | ασυνεπής οφειλέτης |
devedor em mora | οφειλέτης που αθέτησε τις υποχρεώσεις του |
devedor em mora | οφειλέτης που δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του |
devolvido em caso de incumprimento da sua contraparte | επιστροφή της επιπλέον ασφάλειας αν ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του |
diferença em matéria de arredondamento | διαφορά στρογγύλευσης |
diferença em relação ao índice Standard & Poors | διαφορά από S&P |
disponibilidades em divisas | απαιτήσεις σε συνάλλαγμα |
disponibilidades em divisas | συναλλαγματικά διαθέσιμα |
distorção na localização dos novos mercados em euros | κατακερματισμός των νέων αγορών σε ευρώ |
distribuição em linha de música | ηλεκτρονική διάθεση µουσικής |
dividendo em ações | μέρισμα σε γραμμάτιο ή σε είδος |
dividir em duas partes o montante do contingente | διαιρώ το ποσό της ποσόστωσης σε δύο τμήματα |
documento em papel | έγγραφο |
documentos comprovativos em euros para efeitos de declarações fiscais | αποδεικτικά έγγραφα σε ευρώ για φορολογικές δηλώσεις |
dotação em capitais próprios | ίδια κεφάλαια |
dotação em capital | διαθέτω ανάλογα κεφάλαια |
dotação em capital | εισφορά κεφαλαίου |
dotação em capital | εισφορά κεφαλαίων |
dotação em capital | εισφορά σε κεφάλαιο |
duplicação não rendível em matéria de investimentos | μη αποδοτική αλληλεπικάλυψη στις επενδύσεις |
duração em dólares | χρονική διάρκεια ισχύος δολαρίου |
dívida de sociedades em dificuldades | ανεξόφλητες απαιτήσεις |
efeito em branco | ανοικτή τραβηκτική |
emissão baseada em duas divisas | ομολογιακό δάνειο διπλού νομίσματος |
emissão de notas expressas em euros | ημερομηνία έκδοσης τραπεζογραμματίου |
emissão denominada em euro | έκδοση ομολόγων σε ευρώ |
emissão em divisas múltiplas | έκδοση σε περισσότερα νομίσματα |
emissão original dividida em "frações" com valor nominal fixo | η αρχική έκδοση επιμερίζεται σε "τεμάχια" με σταθερές ονομαστικές αξίες 1 |
encargos com atividade exercida em casa | έξοδα επιχείρησης στην έδρα της |
encargos internos restituídos ou a restituir em caso de exportação | επιστραφέντες ή επιτρεπτέοι κατά την εξαγωγή εσωτερικοί φόροι |
endosso em branco | οπισθογράφηση "εν λευκώ" |
entrada em dinheiro | εισφορά σε χρήμα |
entrada em numerário | εισφορά σε χρήμα |
entrada em pequena escala | είσοδος στην αγορά σε χαμηλή κλίμακα |
entrada em serviço | έναρξη χρήσεως |
equivalente em subvenção | ισοδύναμο επιδότησης |
equivalente em subvenção | ισοδύναμο ενίσχυσης |
escolheu o próprio domicílio em | επιλέγει κατοικία |
espaço único de pagamentos em euros | ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ |
especialista em títulos do tesouro | ειδικός διαπραγματευτής κρατικών χρεωγράφων |
estratégia de carteira em escada | κλιμακούμενη στρατηγική |
estratégia em matéria de empréstimos | δανειοδοτική στρατηγική |
excesso em relação à quantidade máxima garantida | υπέρβαση της εγγυημένης μέγιστης ποσότητας |
execução em caso de falência | διαδικασία είσπραξης χρεών ύστερα από χρεωκοπία |
execução em caso de queda | διαδικασία είσπραξης χρεών ύστερα από χρεωκοπία |
execução em pagamentos | εκτέλεση των πιστώσεων πληρωμών |
exploração em circuito fechado | εκμετάλλευση κλειστού κυκλώματος |
exportação de dinheiro em notas | εξαγωγή χαρτονομισμάτων |
exposição ao risco em alta | κίνδυνος υπερτίμησης |
exposição ao risco em alta | κίνδυνος ανόδου τιμών |
exposição ao risco em baixa | κίνδυνος υποτίμησης |
exposição ao risco em baixa | κίνδυνος πτώσης τιμών |
exposição em situação de incumprimento | μη εξυπηρετούμενo άνοιγμα |
falta de declaração em separado | με χωριστή αναγραφή |
familiarização dos cidadãos em geral com o ecu | εξοικείωση του κοινού με το ενιαίο νόμισμα |
Federação Europeia das Associações de Consultores em Organização | Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εταιριών Συμβούλων Επιχειρήσεων |
figura em V | σχηματισμός "V" |
financiamento baseado em ativos | δανειοδότηση βάσει περιουσιακών στοιχείων |
fiscalização com base em documentos e, caso necessário, realizada in situ | έλεγχος βάσει εγγράφων και εν ανάγκη επί τόπου |
formação em W | διάγραμμα τύπου w |
formação em W | γραφική παράσταση τύπου w |
fundo de investimento em futuros | αμοιβαίο κεφάλαιο επενδεδυμένο σε futures |
fundo de investimentos em obrigações | ομολογιακό αμοιβαίο κεφάλαιο |
fundo de investimentos em obrigações | αμοιβαίο κεφάλαιο ομολογιών |
fundos em gestão fiduciária | κεφάλαια καταπιστευθέvτα πρoς διαχείριση |
fórmula de cheque em branco não selada | μη χαρτοσημασμένο ασυμπλήρωτο φύλλο επιταγής |
fórmula de cheque em branco selada | χαρτοσημασμένο ασυμπλήρωτο φύλλο επιταγής |
Grupo de Peritos em Falsificação de Moedas | ομάδα εμπειρογνωμόνων παραχάραξης κερμάτων |
Grupo do Desagravamento Fiscal com base em Convenções e do Reforço do Cumprimento Fiscal | Ομάδα TRACE |
grupo específico para a proteção contra a falsificação das notas e moedas em euros | ειδική ομάδα για την προστασία των τραπεζογραμματίων και κερμάτων ευρώ από την παραχάραξη |
grupo sobre medidas em matéria de ambiente e de comércio internacional | ομάδα για τα περιβαλλοντικά μέτρα και το διεθνές εμπόριο |
haver em conta | πίστωση σε λογαριασμό |
importação de peles, peles com pelo ou peles em bruto | εισαγωγή γουνών, γουνοδερμάτων ή δερμάτων με τρίχωμα |
imposto em cascata | σωρευτικοί φόροι |
imposto em dívida | μη καταβληθείς φόρος |
imposto em dívida | μη καταβεβλημένος φόρος |
imposto em falta relativo a anos passados | αναδρομικός φόρος |
imposto sobre transações em Bolsa | φόρος επί των χρηματιστηριακών συναλλαγών |
impressão em fundo guilloché | έντυπη κυματοειδής διάταξη συμπλέκτων γραμμών |
indexação das obrigações com base em amostras estratificadas | διαμόρφωση δεικτών ομολόγων με στρωματοποιημένη δειγματοληψία |
Iniciativa Reforçada em favor dos Países Pobres Altamente Endividados | ενισχυμένη πρωτοβουλία για τις ΥΦΧ |
inquérito em matéria de direitos de compensação | έρευνα με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού |
intermediação em valores mobiliários | μεσιτεία σε συναλλαγές κινητών αξιών |
intervenção em moedas múltiplas | παρέμβαση σε πολλά νομίσματα |
introdução em bolsa | εισαγωγή στο χρηματιστήριο |
introdução em livre prática | θέση σε ελεύθερη διακίνηση |
introdução em livre prática | θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία |
inventário anual dos produtos agrícolas em intervenção pública | ετήσια απογραφή των γεωργικών προϊόντων στη δημόσια παρέμβαση |
investidor em capital de risco | επενδυτικός άγγελος |
investidor em capital de risco | επιχειρηματικός άγγελος |
investimento em participações de capitais fechados | συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο |
investimento em pirâmide de risco | επενδυτική πυραμίδα |
investimentos em capitais próprios ou quase-capital | επενδύσεις σε ίδια ή οιονεί ίδια κεφάλαια |
investimentos em capitais próprios ou quase-capital | επενδύσεις ή συμμετοχές μετοχικού ή οιονεί μετοχικού κεφαλαίου |
investimentos em capital fixo | επενδύσεις παγίου κεφαλαίου |
investimentos em capital fixo | επενδύσεις σε πάγια στοιχεία |
investimentos em capital fixo | επενδύσεις κεφαλαιουχικών αγαθών |
investimentos em carteira:líquido | επενδύσεις χαρτοφυλακίου:καθαρό |
isenção fiscal em matéria de importação temporária | φορολογικές ατέλειες όσον αφορά την προσωρινή εισαγωγή |
juro calculado com base em 365 dias | ακριβής ημερήσιος τόκος |
letra ou efeito em branco | ανοικτή τραβηκτική |
liquidação em numerário | εκκαθάριση σε ρευστά διαθέσιμα |
liquidação em tempo real | διακανονισμός σε συνεχή χρόνο |
liquidação por bruto em tempo real | Σύστημα Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο' σύστημα Ακαθάριστου Διακανονισμού σε Πραγματικό Χρόνο |
liquidez em caixa | ταμειακή ρευστότητα |
liquidez em caixa | άμεση ρευστότητα |
mais-valia em obrigações e outros títulos de rendimento fixo | κέρδος από ομόλογα και άλλες χρηματιστηριακές αξίας καθορισμένου εισοδήματος |
marca de natureza a induzir em erro | παραπλανητικό σήμα |
margem de segurança em dólares | περιθώριο ασφαλείας σε δολάρια |
margem sobre instrumentos derivados transacionados em bolsa | περιθώριο επί παραγώγων μέσων διαπραγματεύσιμων σε χρηματιστήριο |
maturidade em forma de balão | ομαδική συσσωρευμένη λήξη |
mecanismo de financiamento de urgência em caso de crise | έκτακτος χρηματοδοτικός μηχανισμός σε περίπτωση κρίσεως |
menos-valia em obrigações e outros títulos de rendimento fixo | ζημία από ομόλογα και άλλες χρηματιστηριακές αξίας καθορισμένου εισοδήματος |
mercado de títulos em euros | αγορά τίτλων σε ευρώ |
mercado em que as ações irão ser cotadas | αγορά στην οποία θα εισαχθούν οι μετοχές |
mercadoria em contrafação | εμπόρευμα παραποίησης/απομίμησης |
mercadoria em depósito | αποθήκευση εμπορευμάτων |
mercadoria em trânsito | διαμετακόμιση εμπορευμάτων |
mercadorias em depósito temporário | εμπορεύματα σε προσωρινή εναπόθεση |
mercadorias em livre circulação | εμπορεύματα σε ελεύθερη κυκλοφορία |
mercadorias em livre circulação no mercado interno da Comunidade | εμπορεύματα σε ελεύθερη κυκλοφορία στην εσωτερική αγορά της Κοινότητας |
mercadorias introduzidas em livre prática | εμπορεύματα που έχουν τεθεί σε ελεύθερη κυκλοφορία |
moeda convertida em ouro | νόμισμα αναγόμενο σε χρυσό |
moeda em que são expressos os documentos de prestação de contas | νόμισμα κοινοποίησης |
moeda expressa em euro | κέρμα ευρώ |
moeda expressa em ouro | νόμισμα εκφρασμένο σε χρυσό |
moeda expressa ou convertível em ouro | νόμισμα καθορισμένο ή μετατρέψιμο σε χρυσό |
moeda falsa em euros | πλαστό κέρμα ευρώ |
moedas expressas em euros ou em cents | κέρματα σε ευρώ ή σε cent 1 |
moedas,excluindo moedas em ouro,sem curso legal | νομίσματα,εκτός των χρυσών,τα οποία δεν αποτελούν επίσημο νόμισμα |
montante a pagar, em algarismos e por extenso | πληρωτέο ποσό,αριθμητικώς και ολογράφως |
montante da dívida em circulação | ποσό εκκρεμούς χρέους |
montante da dívida em curso | ποσό εκκρεμούς χρέους |
montante em dívida | ανεξόφλητα ποσά |
montante fixado em referências jurídicas | ποσό που από νομική άποψη αποτελεί μέγεθος αναφοράς |
montante nominal da dívida em curso | ονομαστικό ποσό των κυκλοφορούντων χρεωγράφων |
montante pago em excesso | το επί πλέον καταβληθέν |
mutuante em última instância | ύστατος δανειστής |
mutuante em última instância | τελικός δανειστής |
mutuante em última instância | δανειστής εσχάτης ανάγκης |
método avançado baseado em notações internas | εξελιγμένη μέθοδος εσωτερικής στάθμισης |
necessidade anual em dotações e em pessoal | ετήσιες ανάγκες σε πιστώσεις και σε προσωπικό |
necessidades em dotações | ανάγκες σε πιστώσεις |
nivelamento em matéria de infraestruturas económicas de base | βελτίωση της βασικής οικονομικής υποδομής |
nota de banco denominada em ECU | τραπεζογραμμάτιο ΕCU |
nota expressa em euro | τραπεζογραμμάτιο σε ευρώ |
nota falsa em euros | πλαστό τραπεζογραμμάτιο ευρώ |
notas e moeda em circulação | νομισματική κυκλοφορία |
notas e moeda em circulação | κυκλοφορούν χαρτονόμισμα |
notas e moeda em circulação | χαρτονόμισμα σε κυκλοφορία |
notas e moeda em circulação | κυκλοφορούν χρήμα |
notação soberana em moeda estrangeira | αξιολόγηση δημόσιου χρέους σε ξένο νόμισμα |
notação soberana em moeda local | αξιολόγηση δημόσιου χρέους σε τοπικό νόμισμα |
não entrega em tempo oportuno | αδυναμία παράδοσης εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών |
o Estado em causa deve modificar, suspender ou suprimir as medidas de proteção acima referidas | το εν λόγω Kράτος οφείλει να τροποποιήσει,αναστείλει ή καταργήσει τα ανωτέρω μέτρα διασφαλίσεως |
o IME entrará em liquidação,aquando da instituição do BCE | το ΕΝΙ τίθεται υπό εκκαθάριση μόλις ιδρυθεί η ΕΚΤ 1 |
o valor correspondente à paridade,em relação à unidade de conta | η αξία που αντιστοιχεί στην ισοτιμία σε σχέση προς τη λογιστική μονάδα |
obrigação com pagamento em espécie | ομόλογο ΠΣΕ |
obrigação com pagamento em espécie | ομόλογο ΡΙΚ |
obrigação com pagamento em espécie | ομόλογο πληρωμής σε είδος |
obrigação convertível em ações | ομολογία μετατρέψιμη σε μετοχές |
obrigação em mora | ανεξόφλητο ομόλογο |
obrigação em mora | ανεξόφλητη ομολογία |
obrigação emitida em série | ομολογία εκδιδόμενη εν σειρά |
obrigação reembolsável em ações | ομολογία πληρωτέα σε μετοχές |
obrigação reembolsável em ações | ομολογία εξοφλητέα σε μετοχές |
obrigação transcrita em moeda nacional | ομολογίες που έχουν εκφρασθεί σε εθνικό νόμισμα |
obrigações em ouro | ομόλογα με ρήτρα χρυσού |
obrigações emitidas em coroas dinamarquesas e negociadas em bolsa na Dinamarca | ομολογίες εκφρασμένες σε δανικές κορώνες και διαπραγματεύσιμες σε χρηματιστήριο της Δανίας |
obrigações emitidas em série | ομολογίες που εξοφλούνται τμηματικά |
obrigações reembolsáveis em frações | ομολογίες που εξοφλούνται τμηματικά |
operador em mercadorias | διαπραγματευτής σε χρηματιστήρια βασικών εμπορευμάτων |
operador em transações euro-obrigações | μεσίτης-διαπραγματευτής ευρωομολογιών |
operador especializado em valores mobiliários | χονδρέμπορος χρηματιστηριακών τίτλων |
operaçoes em divisas | πράξεις σε συνάλλαγμα |
operação de capital em curso | τρέχουσες πράξεις σε κεφάλαιο |
operação em divisas | συναλλαγή σε συνάλλαγμα |
operação envolvendo uma linha de crédito em numerário | συναλλαγή δανεισμού χρηματικών διαθεσίμων μέσω εταιρικού μορφώματος |
operações baseadas em informação corrente | συναλλαγές χωρίς πληροφορίες |
operações baseadas em informação não refletida na cotação | συναλλαγές υποκινούμενες από πληροφορίες |
operações de capital em curso | τρέχουσες πράξεις σε κεφάλαιο |
operações em moeda estrangeira | συναλλαγές σε ξένο νόμισμα |
organigrama dos lugares orçamentados e do número de trabalhadores em serviço | οργανόγραμμα των θέσεων του προϋπολογισμού και του προσωπικού που υπηρετεί |
organismo de investimento colectivo em valores mobiliários | οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες |
organizador de vendas em hasta pública | διοργανωτής δημοπρασίας |
orçamento do Estado em % do PIB | προϋπολογισμός κεντρικής διοίκησης ως ποσοστό % |
pagamento em cheque | πληρωμή με επιταγή |
pagamento em numerário | πληρωμή σε χρήματα |
pagamento em numerário | πληρωμή σε μετρητά |
pagamento em numerário efetuado junto do tesoureiro | πληρωμή σε χρήματα στο ταμείο του υπόλογου |
pagamento em prestações | πληρωμή με δόσεις |
pagamentos em atraso | καθυστερούμενες οφειλές |
paridade da moeda de um Estado-Membro em relação à unidade de conta | ισοτιμíα του νομíσματος ενóς κράτους μέλους έναντι της λογιστικής μονάδας |
participação maioritária em bancos | απόκτηση μετοχών πλειοψηφίας σε τράπεζες |
participação nos lucros em dinheiro | συμμετοχή στα κέρδη που βασίζεται σε παροχές μετρητών |
passivo/PIB em % | στοιχεία παθητικού/ΑΕγχΠ ως ποσοστό % |
país em desenvolvimento importador líquido de produtos alimentares | αναπτυσσόμενη χώρα που εισάγει αποκλειστικά είδη διατροφής |
país em vias de desenvolvimento | αναπτυσσόμενη χώρα |
perito em questões cambiais | ειδικός σε θέματα συναλλάγματος |
PIB em termos reais | ΑΕΠ σε πραγματικούς όρους |
plafond calculado em valor | οροφή που υπολογίζεται κατ'αξίαν |
posição aberta líquida expressa em ECU | καθαρή ανοικτή θέση σε Ecu |
posição em divisas | θέση σε συνάλλαγμα |
posição em instrumentos derivados | θέση σε παράγωγα μέσα |
posição em ouro | θέση σε χρυσό |
posição em risco | άνοιγμα |
posição em risco | ανάληψη κινδύνων |
posição em risco além-fronteiras | άνοιγμα στο εξωτερικό |
posição em risco extracarteira de negociação | άνοιγμα εκτός χαρτοφυλακίου συναλλαγών |
posição em risco na carteira de negociação | άνοιγμα του χαρτοφυλακίου συναλλαγών |
posição em risco nacional | εγχώριο άνοιγμα |
posição em risco sobre títulos de dívida | δανειακό άνοιγμα |
posição global líquida em divisas | συνολική καθαρή θέση σε συνάλλαγμα |
posição líquida em divisas compósitas | καθαρή θέση σε σύνθετα νομίσματα |
posição operacional em divisas | λειτουργική θέση σε συνάλλαγμα |
prestação em espécie | παροχή σε είδος |
preço mínimo de venda em lotas públicas | κατώτατη τιμή πωλήσεως σε πλειστηριασμό |
preço, peso em vivo, taxas não incluídas | τιμή αφορολόγητου ζώντος βάρους |
primeira data em que o resgate é possível | πρώτη ημερομηνία εξαγοράς |
primeiro equipamento em mobiliário | αρχιικός εξοπλισμός σε έπιπλα |
princípios em matéria de escoamento dos excedentes e obrigações de consulta | αρχή για τη διάθεση πλεονασμάτων και υποχρεώσεων διαβούλευσης |
prioridades em matéria de política económica | προτεραιότητα οικονομικής πολιτικής |
procedimento aplicável em caso de défice excessivo | διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος |
procedimento aplicável em caso de défice excessivo | διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος |
produto armazenado em intervenção pública | αποθεματοποιημένο προϊόν στη δημόσια παρέμβαση |
Programa de Ação Comunitário em matéria de Formação Profissional dos Funcionários Aduaneiros | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των τελωνειακών υπαλλήλων |
Programa de ação comunitário em matéria de formação profissional dos funcionários responsáveis em matéria de fiscalidade indireta | Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης σχετικά με την επαγγελματική κατάρτιση των υπαλλήλων που ασχολούνται με θέματα έμμεσης φορολογίας |
programa polaco de privatização em série | Πολωνικό Πρόγραμμα Μαζικής Ιδιωτικοποίησης |
Programas específicos comuns relativos ao aperfeiçoamento ativo, à importação temporária e ao trânsito, em matéria de formação profissional dos funcionários aduaneiros | Ειδικά κοινά προγράμματα για την επαγγελματική κατάρτιση των τελωνειακών υπαλλήλων σχετικά με την ενεργητική τελειοποίηση,την προσωρινή εισαγωγή και τη διαμετακόμιση |
projeto aprovado e em processo de assinatura | χρηματοδότηση που έχει εγκριθεί και βρίσκεται στο στάδιο της υπογραφής |
projeto aprovado e em processo de assinatura | δάνειο που έχει εγκριθεί και βρίσκεται στο στάδιο της υπογραφής |
projetos financiados em comum | κοινή χρηματοδότηση σχεδίων |
publicação em Bolsa | επίσημη ανακοίνωση |
pôr em cobrança | ενεργώ είσπραξη αξίας |
pôr em pensão | δάνειο έναντι ενεχυρίασης γραμματίουή χρεογράφων |
quadro jurídico comunitário em matéria de cooperação | κοινοτικό νομικό πλαίσιο για τη συνεργασία |
que o Estado em causa deve modificar ou suprimir essas medidas | ότι το εν λόγω Kράτος υποχρεούται να τροποποιήσει ή καταργήσει τα μέτρα αυτά |
reações em cadeia | πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα |
reações em cadeia | φαινόμενο του ντόμινο |
receita em quotizações de produção | έσοδα από εισφορές στην παραγωγή |
receitas em divisas | έσοδα εκ συναλλάγματος |
receitas em divisas | συναλλαγματικές εισπράξεις |
redenominar a dívida em curso | επαναπροσδιορίζω το εκκρεμές χρέος 1 |
redenominar em euro | επαναποτιμώ σε ευρώ |
redenominar em euro | μετατρέπω σε ευρώ |
reembolso com base em lucros futuros | επιστροφή των δανείων από τα μελλοντικά κέρδη |
referência simples em ecus | απλή αναφορά σε ποσό σε Ecu |
Regime de Auxílio ao Pequeno Investimento em Setúbal | καθεστώς ενισχύσεων για μικρές επενδύσεις στη Setϊbal |
regime de auxílios aos pequenos investimentos em Setúbal | καθεστώς ενισχύσεων για μικρές επενδύσεις στη Setϊbal |
região em declínio | φθίνουσα περιοχή |
regra de compensação em caso de recusa de embarque | κανόνας αντιστάθμισης σε περίπτωση άρνησης μεταφοράς ορισμένου αριθμού επιβατών |
regulamentares e administrativas em matéria aduaneira | προσέγγιση των νομοθετικών,κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων τελωνειακής φύσεως |
regulamentaçao comunitaria em matéria aduaneira e em matéria de restriçoes quantitativas | κοινοτική ρύθμιση στον τελωνειακό τομέα και στον τομέα των ποσοτικών περιορισμών |
relativamente às posições em que esta pauta contiver um direito convencional | στις κλάσεις όπου το δασμολόγιο περιλαμβάνει συμβατικό δασμό |
remessas de ouro financeiro e de moeda metálica em circulação com curso legal | παραλαβές οικονομικού χρυσού και μεταλλικών κερμάτων που κυκλοφορούν σαν επίσημο χρήμα |
remessas de ouro financeiro e de moeda metálica em circulação com curso legal | αποστολές οικονομικού χρυσού και κερμάτων με την ιδιότητα του νόμιμου χρήματος |
rendibilidade em função do tempo | χρονικά σταθμισμένη απόδοση |
rendimento em dólares | απόδοση δολαρίου |
rendimento equivalente tendo em conta o imposto | ισοδύναμη φορολογητέα απόδοση |
rentabilidade em função do tempo | χρονικά σταθμισμένη απόδοση |
requisito prudencial de capital ponderado em função do risco | προληπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις σταθμισμένες ως προς την επικινδυνότητα |
reserva para garantias de empréstimo nos países terceiros e em seu benefício | αποθεματικό εγγύησης δανείων υπέρ και εντός τρίτων χωρών |
reservas obrigatorias em títulos | υποχρεωτικά αποθεματικά σε τίτλους |
reservas oficiais em divisas,excluindo ouro monetário | επίσημα συναλλαγματικά αποθεματικά,δεν συμπεριλαμβάνεται ο νομισματικός χρυσός |
reservas oficiais em divisas,incluindo ouro monetário | επίσημα συναλλαγματικά αποθεματικά,συμπεριλαμβανομένου του νομισματικού χρυσού |
reservas oficiais em moeda estrangeira,excluindo ouro monetário | επίσημα συναλλαγματικά αποθεματικά,εκτός νομισματικού χρυσού |
residente em zona fronteiriça | παραμεθόριος κάτοικος |
residente em zona fronteiriça | κάτοικος μεθορίου ζώνης |
responsabilidades externas em moedas estrangeiras | εξωτερικές υποχρεώσεις σε συνάλλαγμα |
responsabilidades financeiras em moeda estrangeira | υποχρεώσεις σε συνάλλαγμα |
restrição em matéria de divisas | συναλλαγματικοί περιορισμοί |
resultado líquido/PIB em % | καθαρή θέση/ΑΕγχΠ ως ποσοστό % |
rácio de crédito em risco | ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων |
saldo em moeda estrangeira | υπόλοιπο συναλλάγματος |
saldo em tesouraria | ταμειακό υπόλοιπο |
saldo vivo da dívida denominada em ecus | υπόλοιπο του χρέους εκφρασμένο σε ECU |
saldos de tesouraria em divisas | τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα |
seguro em caso de invalidez por acidente ou doença | ασφάλιση αναπηρίας συνεπεία ατυχήματος και ασθενείας |
seguro em caso de morte | ασφάλιση θανάτου |
seguro em caso de morte por acidente | ασφάλιση θανάτου συνεπεία ατυχήματος |
seguro em caso de vida com contra-seguro | ασφάλιση ζωής με επιστροφή ασφαλίστρων |
serviço financeiro da emissão em euros | οικονομική εξυπηρέτηση δανείου σε ευρώ |
serviço financeiro da emissão em euros | αποπληρωμή του δανείου σε ευρώ |
sistema de compensação em ECU | σύστημα συμψηφισμού σε ECU |
sistema de depósitos de garantia na importação e de pagamento em numerário | σύστημα των χρηματικών καταθέσεων κατά την εισαγωγή και των πληρωμών τοις μετρητοίς |
sistema de gestão de crise em tempo real | σύστημα διαχείρισης της κρίσης σε κλίμακα πραγματικού χρόνου |
Sistema de Liquidação pelos valores Brutos em Tempo Real | σύστηµα ταχείας µεταφοράς κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο |
sistema de liquidação por bruto em tempo real | σύστηµα ταχείας µεταφοράς κεφαλαίων σε συνεχή χρόνο |
sistema de liquidação por bruto em tempo real | σε συνεχή χρόνο |
sistema de liquidação por bruto em tempo real | Σύστημα ΔΣΧ |
Sistema Transeuropeu de Liquidação por Bruto em Tempo Real | Διευρωπαϊκό Αυτοματοποιημένο Σύστημα Ταχείας Μεταφοράς Κεφαλαίων και Διακανονισμού σε Συνεχή Χρόνο |
sociedade em nome coletivo | εταιρία υπό συλλογικό όνομα |
subscrever em excesso | εγγραφές στην έκδοση που υπερβαίνουν τον αριθμό των νέων τίτλων |
sucursal em país terceiro | υποκατάστημα σε τρίτη χώρα |
supervisão em base consolidada | εποπτεία σε ενοποιημένη βάση |
swap renovável de três em três meses | τριμηνιαία ανακυκλούμενη συμφωνία ανταλλαγής |
taxa implícita em caso de recompra do contrato | νοητός συντελεστής repo |
taxa interbancária proposta em Paris | διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού στο Παρίσι |
taxa interbancária proposta em Paris | διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού στην αγορά του Παρισιού |
taxa sobre pessoas em trânsito | φόρος διέλευσης |
taxas de juro e rendimentos de investimentos em ecus | επιτόκια και αποδόσεις επενδύσεων σε ECU |
teoria da tributação em função dos benefícios | αρχή του φορολογικού αντισταθμίσματος |
testamento em vida | σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης |
tomar-se-á em conta essa consolidação | η παγιοποίηση αυτή λαμβάνεται υπ'όψη |
topo em V | κορυφή σε σχήμα V |
transação em condições de favor | συναλλαγή με ευνοϊκούς όρους |
transação em que títulos de capital continuam por liquidar após a data acordada para a sua entrega | συναλλαγή που δεν έχει διακανονισθεί μετά την προβλεπόμενη ημερομηνία παράδοσης |
transferência irrevogável dos títulos em garantia | ολοκλήρωση της μεταφοράς χρεογράφων |
transporte em tramps | μεταφορά tramp |
transporte em tramps | μεταφορά με ελεύθερα φορτηγά πλοία |
transporte em tramps | μη τακτικά προγραμματισμένη μεταφορά με ελεύθερα φορτηγά πλοία |
tratado bilateral em matéria de investimentos | διμερής επενδυτική συμφωνία |
tributação em cascata | σωρευτικοί φόροι |
unidade de participação em fundos de investimento | οργανισμός συλλογικών επενδύσεων |
unidade em que a obrigação está expressa | μονάδα στην οποία είναι εκφρασμένη η νομισματική υποχρέωση |
valor em caixa | πόροι σε μετρητά |
valor em caixa | ταμείο |
valor em caixa | χρήμα |
valor em caixa | μετρητά |
valor em caixa | μετρητά σε επιταγές και στο ταμείο |
valor em caixa | χρηματικοί πόροι |
valor mobiliário cotado em bolsa | χρηματιστηριακή αξία χρηματιστηριακός τίτλος |
valor mobiliário em crescimento | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
valores em expansao | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
variação anual das reservas em % | ετήσια αυξομείωση των αποθεματικών ως ποσοστό % |
variação anual em pontos percentuais | ετήσια εκατοστιαία μεταβολή |
venda em consignação | πώληση επί παρακαταθήκη |
verificar com base em documentos e in situ | ελέγχω βάσει δικαιολογητικών εγγράφων και επί τόπου |
veículo de investimento em elementos extrapatrimoniais | στοιχείο εκτός ισολογισμού |
veículo de investimento em elementos extrapatrimoniais | πράξη εκτός ισολογισμού |
área única de pagamentos em euros | ενιαίος χώρος πληρωμών σε ευρώ |
índice de cotação de ações, em ecus | δείκτης τιμών μετοχών,σε ECU |