Portuguese | Greek |
abono de família | επίδομα τέκνων |
abono de lar | επίδομα στέγης |
achatamento da curva de rendimento | ισοπέδωση της καμπύλης απόδοσης |
adaptação intermédia das remunerações | ενδιάμεση προσαρμογή των αποδοχών |
adaptação às condições de execução | προσαρμογή στους όρους εκτέλεσης |
alterações das dotações introduzidas por meio de transferências | μεταβολές των πιστώσεων που επήλθαν συνεπεία μεταφορών |
alterações das previsões das receitas | τροποποιήσεις των προβλέψεων εσόδων |
alterações introduzidas por meio de orçamentos suplementares ou retificativos | μεταβολές που επήλθαν με συμπληρωματικούς ή διορθωτικούς προϋπολογισμούς |
ameaça de concorrência | ανταγωνιστική απειλή |
ameaça por motivo de auto-revisão | απειλή αυτοαναθεώρησης |
ameaça por motivo de confiança | απειλή που συνδέεται με εμπιστοσύνη |
ameaça por motivo de familiaridade | απειλή που συνδέεται με οικειότητα |
ameaça por motivo de interesse pessoal | απειλή που συνδέεται με προσωπικό συµφέρον |
ameaça por motivo de intimidação | απειλή εκφοβισμού |
ameaça por motivo de representação | απειλή που συνδέεται με άσκηση παρέμβασης |
aparelho para a produção de luz-relâmpago | συσκευή για την παραγωγή φλας |
aparelho para a produção de luz-relâmpago | συσκευή για την παραγωγή αστραπιαίου φωτός |
apoio das balanças de pagamentos | στήριξη των ισοζυγίων πληρωμών |
apoio das balanças de pagamentos | μηχανισμός μεσοπρόθεσμης οικονομικής στήριξης του ισοζυγίου πληρωμών των κρατών μελών |
Apoio das Explorações Mineiras dos Países ACP | σύστημα παροχής στήριξης στις μεταλλευτικές εκμεταλλεύσεις των κρατών ΑΚΕ |
apoio à balança de pagamentos | βοήθεια για τη στήριξη του ισοζυγίου πληρωμών |
apoio à criação de atividades independentes | ενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητα εργαζομένων |
apoio à instalação e à obtenção de experiência de trabalho | ενίσχυση για εγκατάσταση και τοποθέτηση σε εργασία |
apoio às balanças de pagamento | στήριξη των ισοζυγίων πληρωμών |
arbitragem de câmbio | κερδοσκοπία σε ξένο συνάλλαγμα |
arbitragem de câmbio | αρμπιτράζ σε ξένο συνάλλαγμα |
arbitragem de divisas | πράξη καλύψεων επί συναλλάγματος |
arbitragem de juros | αρμπιτράζ επιτοκίου |
arbitragem de mercado | εξισορροπητική κερδοσκοπία |
arbitragem de mercado | αρμπιτράζ |
arbitragem de mercadorias | εμπορευματικό αρμπιτράζ |
arbitragem de mercadorias | εμπορευματική κερδοσκοπία |
arbitragem de supervisão | ρυθμιστικό αρμπιτράζ |
arbitragem de supervisão | καταχρηστική επιλογή του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας |
arbitragem de índices | δείκτης μετοχών αρμπιτράζ |
arbitragem de índices | δείκτης αρμπιτράζ |
arranjo das instalações | διαρρύθμιση των χώρων |
arranque da UEM | ξεκίνημα της ΟΝΕ |
assistente de inovação | ειδικός σε θέματα καινοτομίας |
Associação Comercial Norueguesa de Peixe Fresco | νορβηγική εμπορική ένωση νωπού ιχθύος |
Associação das Televisões Comerciais Europeias | Ενωση εμπορικής τηλεόρασης στην Ευρώπη |
Associação de Bancos Noruegueses | Ενωση Νορβηγικών Τραπεζών |
associação de caráter político e económico | σύνδεση πολιτικού και οικονομικού χαρακτήρα |
Associação de Comércio Livre da América do Norte | ζώνη ελευθέρων συναλλαγών της Βορείου Αμερικής |
Associação de Organismos Públicos de Promoção de Exportações | ΄Ενωση δημοσίων οργανισμών προώθησης των εξαγωγών |
Associação de Televisão Comercial na Europa | Ενωση εμπορικής τηλεόρασης στην Ευρώπη |
Associação dos Importadores e Fabricantes de Equipamento de Escritório | ΄Ενωση εισαγωγέων και κατασκευαστών εξοπλισμού γραφείου |
Associação dos Marítimos da Marinha Mercante | Κοινοπραξία ναυτικών εμπορικού ναυτικού |
Associação dos Produtos de Mercado | Σύνδεσμος προϊόντων αγοράς |
Associação europeia das câmaras de comércio e da indústria | ΄Ενωση ευρωπαϊκών εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων |
Associação Europeia das Organizações de Investigação por Contrato | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Οργανισμών ΄Ερευνας βάσει Συμβάσεων |
Associação Europeia de Capital de Risco | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Εταιριών Επιχειρηματικού Κεφαλαίου |
Associação Europeia de Comércio Livre | Ευρωπαϊκή ΄Ενωση Ελευθέρων Συναλλαγών |
associação europeia de corretores em valores mobiliários | Ευρωπαϊκής ένωση χρηματιστών που διενεργούν πράξεις επί κινητών αξιών |
Associação Europeia de Gestão de Fundos e Ativos | Ευρωπαϊκή Ένωση Διαχείρισης Κεφαλαίων και Περιουσιακών Στοιχείων |
Associação Europeia de Produtores de Pavimentos para Acessos | ευρωπαϊκή ένωση βιομηχάνων δαπέδων εισόδου |
associação europeia representativa de sociedades de caução | Ευρωπαϊκός σύνδεσμος συστημάτων αμοιβαίων εγγυήσεων |
associação internacional de bancos | διεθνής τραπεζική ένωση |
Associação Internacional do Mercado de Títulos | Σύνδεσμος Αγοράς Διεθνών Χρεογράφων |
Associação Latino-americana de Comércio Livre | ζώνη ελευθέρων συναλλαγών Λατινικής Αμερικής |
Associação Latino-Americana de Integração | Λατινοαμερικανική Οργάνωση Ολοκλήρωσης |
Associação Neerlandesa para o Comércio a Prazo de Mercadorias | Ολλανδική ΄Ενωση Προθεσμιακών Εμπορικών Συναλλαγών |
Associação Norte-americana de Comércio Livre | ζώνη ελευθέρων συναλλαγών της Βορείου Αμερικής |
Associação para a União Monetária da Europa | Σύνδεσμος για τη Νομισματική ΄Ενωση της Ευρώπης |
autolimitaçao das exportaçoes | αυτοπεριορισμός των εξαγωγών |
ações da mesma categoria | μετοχές ίδιας κατηγορίας |
ações de crescimento | μετοχές με προοπτική ανατίμησης λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών |
ações de crescimento | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
ações de desenvolvimento | μετοχές με προοπτική ανατίμησης λόγω κεφαλαιοποίησης κερδών |
ações de desenvolvimento | μετοχές σε επιχείρηση με προοπτικές ανάπτυξης |
ações de fruição | μετοχή που δίνεται ως δώρο στους μετόχους |
ações de preferência | μετοχές πρώτης τάξης |
ações de prioridade | μετοχές πρώτης τάξης |
ações de rendimento fixo permanente | διαρκής τοκοφόρος μετοχή εταιρείας κατασκευών |
ações detidas pela gestão ou por um número reduzido de acionistas | μετοχές κατεχόμενες από πρόσωπα στενά συνδεόμενα με την επιχείρηση |
ações detidas por um número reduzido de acionistas | μετοχές κατεχόμενες από πρόσωπα συνδεόμενα στενά με μια επιχείρηση |
ações emitidas por organismos de investimento coletivo | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
ações emitidas sem direito de voto | μετοχή χωρίς δικαίωμα ψήφου |
ações emitidas sem direito de voto | μετοχή χωρίς ψήφο |
ações externas da Comunidade | εξωτερικές ενέργειες της Κοινότητας |
ações nominativas sob gestão de terceiros | ονομαστικός διαχειριζόμενος τίτλος |
bem suscetível de ser transacionado | εμπορεύματα και αξίες |
benchmark de Sharpe | δηκτικό σημείο αναφοράς |
benchmark de Sharpe | αυστηρό σημείο αναφοράς |
bolsa com excesso de ordens de compra | αγορά υψηλής ζήτησης τίτλων |
bolsa de comércio designada | αναγνωρισμένο χρηματιστήριο επενδύσεων |
bolsa de futuros financeiros e de opções | χρηματιστήριο προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματιστήριο προαιρέσεων |
bolsa de futuros sobre instrumentos financeiros | χρηματιστήριο προθεσμιακού χρηματοπιστωτικού μέσου |
Bolsa de Metais de Londres | χρηματιστήριο βασικών μετάλλων του Λονδίνου |
Bolsa de Nova Iorque | χρηματιστήριο αξιών Νέας Υόρκης |
bolsa de opções | Xρηματιστήριο δικαιωμάτων προαγοράς ή προπώλησης |
bolsa de opções | Xρηματιστήριο "οψιόν" |
bolsa de valores | αναγνωρισμένο χρηματιστήριο επενδύσεων |
bolsa de valores | χρηματιστήριο |
bolsa de valores europeia para empresas de pequena dimensão com potencial de crescimento | δείκτης Easdaq |
bolsa de valores reconhecida | αναγνωρισμένο χρηματιστήριο |
bolsa e banco de dados da subcontratação | κέντρα ανταλλαγής πληροφοριών και τραπεζών δεδομένων για την υπεργολαβία |
captação de fundos após swaps | πόροι αντληθέντες μετά τις πράξεις ανταλλαγής |
caráter definitivo da liquidação | οριστική περάτωση διακανονισμού |
caráter visível da utilização do ecu | προοπτική χρησιμοποίησης του Ecu |
Casa da Moeda | νομισματοκοπείο |
casa da moeda | νομισματοκοπείο |
Casa da Moeda | Εθνικό Νομισματοκοπείο |
casa de corretagem | χρηματιστηριακή εταιρεία με αποκλειστικό τηλεφωνικό δίκτυο |
casa de câmbio | ανταλλακτήριο " ανταλλακτήριο συναλλάγματος |
cautela de penhor | πιστοποιητικό δικαιώματος ανάληψης μετοχών |
cautela de penhor | πιστοποιητικό επιλογής |
cautela de penhor | απόδειξη ενεχυροδανειστηρίου |
cenário da "massa crítica" | σενάριο της "κρίσιμης μάζας" |
cenário de transição para a moeda única | σενάριο μετάβασης στο ενιαίο νόμισμα |
chefe da repartição de finanças | γενικός επιθεωρητής |
chefe de delegação | επικεφαλής αντιπροσωπείας |
chefe de finanças | γενικός επιθεωρητής |
classe de fundos | οικογένεια αμοιβαίων κεφαλαίων |
classe de opções | κλάση οψιόν |
classe de produtos | κατηγορία προϊόντων |
classe de serviços | κατηγορία υπηρεσιών |
classe separada de posições em risco | διακριτή κατηγορία ανοιγμάτων |
classificaçao de certas mercadorias nesta pauta | κατάταξη ορισμένων εμπορευμάτων στο δασμολόγιο αυτό |
classificação das despesas | ταξινόμηση των δαπανών |
classificação das despesas | Ταξινόμηση των δαπανών |
classificação das despesas orçamentais | ταξινόμηση των εξόδων του προϋπολογισμού |
classificação das rubricas orçamentais | ταξινόμηση των κονδυλίων του προϋπολογισμού |
classificação de perfil financeiro | αξιολόγηση οικονομικής ευρωστίας |
Classificação Internacional Tipo, por Atividades, de Todos os Ramos de Atividade Económica | Διεθνής Πρότυπη Βιομηχανική Ταξινόμηση ΄Ολων των Οικονομικών Δραστηριοτήτων |
classificação pautal das mercadorias | δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων |
coeficiente de adaptação | συντελεστής προσαρμογής |
coeficiente de capacidade preditiva | συντελεστής πληροφοριών |
coeficiente de conversão | συντελεστής μετατροπής |
coeficiente de correção | διορθωτικός συντελεστής |
coeficiente de correção | συντελεστής αναπροσαρμογής |
coeficiente de correção | συντελεστής διόρθωσης |
coeficiente de correção aplicável às remunerações | διορθωτικός συντελεστής που εφαρμόζεται στις αποδοχές |
coeficiente de despesa | δείκτης εξόδων |
coeficiente de dupla taxa | διπλός συντελεστής |
coeficiente de equivalência | συντελεστής ισοτιμίας |
coeficiente de importância da juta | συντελεστής σημασίας σε σχέση με τη γιούτα |
coeficiente de liquidez | συντελεστής ρευστότητας |
coeficiente de liquidez | σχέση ρευστότητας |
coeficiente de liquidez | δείκτης ρευστότητας |
coeficiente de ponderação | συντελεστής σταθμίσεως |
coeficiente de ponderação de risco | στάθμιση κινδύνου |
coeficiente de ponderação de risco aplicável a uma posição de titularização | στάθμιση κινδύνου τιτλοποίησης |
coeficiente de ponderação de risco de titularização | στάθμιση κινδύνου τιτλοποίησης |
coeficiente de redução | συντελεστής μειώσεως |
coeficiente de redução | συντελεστής μείωσης |
coeficiente de rendimento | λόγος απόδοσης |
coeficiente de rentabilidade da operação de aperfeiçoamento | συντελεστής απόδοσης της εργασίας τελειοποίησης |
coeficiente de tesouraria | συντελεστής ταμειακής ρευστότητας |
coeficiente obrigatório de investimento | υποχρεωτικός συντελεστής επενδύσεων |
coeficientes de reservas obrigatórias | συντελεστές υποχρεωτικών αποθεματικών |
coerência das notações em toda a zona euro | συνοχή των διαβαθμίσεων πιστοληπτικής ικανότητας στη ζώνη του ευρώ |
composição do cabaz de moedas do ECU | νομισματική σύνθεση του καλαθιού του ECU |
conjunto de carteiras eficientes de Markowitz | αποδοτικό σύνολο χαρτοφυλακίων κατά Markowitz |
conjunto de carteiras potenciais | εφικτό σύνολο χαρτοφυλακίων |
conjunto de compensação | συμψηφιστικό σύνολο |
conjunto de posições | δέσμη ανοιγμάτων |
conjunto de posições em risco | δέσμη ανοιγμάτων |
contenção das despesas | περιορισμός δαπανών |
contenção das despesas | περικοπή δαπανών |
contenção das despesas | δημοσιονομικές περικοπές |
contenção das despesas agrícolas | συγκράτηση των γεωργικών δαπανών |
contenção das despesas agrícolas | έλεγχος των γεωργικών δαπανών |
contingente anual de importação livre de direitos | ετήσια ποσόστωση εισαγωγής άνευ δασμού |
contingente expresso em unidades de conta | ποσόστωση που εκφράζεται σε λογιστικές μονάδες |
contingente pautal comunitário, com isenção de direitos | κοινοτική δασμολογική ποσόστωση, αδασμολόγητη |
contingente pautal comunitário isento de direitos aduaneiros | δασμολογική ποσόστωση ελεύθερη δασμών |
continuidade da sociedade | συνέχιση της εταιρείας |
decomposição das dotações | ανάλυση των πιστώσεων |
definir a noção de origem comunitária | ορίζω την έννοια της κοινοτικής καταγωγής |
demonstração de alterações na posição financeira | πίνακας πηγής και χρήσης κεφαλαίων |
demonstração de alterações na posição financeira | πίνακας χρηματοδότησης |
demonstração de alterações na posição financeira | χρηματοδοτικός πίνακας |
demonstração de alterações na posição financeira | κατάσταση πηγών και χρήσεων των κεφαλαίων |
demonstração dos fluxos de caixa | κατάσταση ταμειακών ροών |
desconto de créditos | περικοπή απαιτήσεων πιστωτών |
desconto de créditos | κούρεμα πιστωτών |
desconto de emissão | έκπτωση αρχικής έκδοσης |
desconto de fidelidade | εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών |
desconto de fidelidade | έκπτωση σε ήδη πελάτες |
desconto do tomador da emissão | διαφορά αναδόχων |
desconto do tomador da emissão | έκπτωση αναδόχων |
desfazer de posições | μαζική πώληση |
desmaterialização de títulos | κατάργηση των τίτλων |
desprovidas de caráter comercial | μικροεισαγωγές χωρίς κανένα εμπορικό χαρακτήρα |
dever de repercussão do imposto | υποχρέωση μετακυλίσεως του φόρου |
devolvido em caso de incumprimento da sua contraparte | επιστροφή της επιπλέον ασφάλειας αν ο αντισυμβαλλόμενος αθετήσει τις υποχρεώσεις του |
diplomas setoriais de base | βασικές κατά τομείς πράξεις |
dismantelamento automático das disparidades monetárias | αυτόματη κατάργηση των νομισματικών διαφορών |
disponibilidade de mão de obra | εργατικό δυναμικό |
duas expressões da mesma moeda | διαφορετική έκφραση του ίδιου νομίσματος |
Sistema de Estabilização das Receitas de Exportação | Σύστημα σταθεροποίησης των εσόδων από εξαγωγές |
estação de alfândega interna | σταθμός εκτελωνισμού στο εσωτερικό |
estação de cheques postais | γραφείο ταχυδρομικών τσεκ |
estimativa da dupla contabilização | κατ'εκτίμηση καταμέτρηση αλληλοεπικαλύψεων |
estimativa da dupla contabilização | επικάλυψη μεταξύ των τίτλων και των τραπεζικών αγορών |
estimativa das necessidades de abastecimento | πρόβλεψη εφοδιασμού |
estimativa de crescimento dos dividendos | αναμενόμενη αύξηση μερισμάτων |
estratégia agressiva de investimento | επιθετική επενδυτική στρατηγική |
estratégia ativa de gestão de carteiras | ενεργητική στρατηγική χαρτοφυλακίου |
estratégia ativa de gestão de carteiras | δραστική στρατηγική χαρτοφυλακίου |
estratégia ativa de penetração de mercado | στρατηγική διείσδυσης στην αγορά |
estratégia conservadora de investimento | αμυντική επενδυτική στρατηγική |
estratégia de captação de fundos | στρατηγική δανεισμού |
estratégia de carteira em escada | κλιμακούμενη στρατηγική |
estratégia de carteira estruturada | δομημένη στρατηγική χαρτοφυλακίου |
estratégia de carteira estruturada | διαρθρωμένη στρατηγική χαρτοφυλακίου |
estratégia de ciclo de vida | στρατηγικές κύκλου ζωής |
estratégia de cobertura | στρατηγική επικάλυψης |
estratégia de combinação | στρατηγική συνδυασμού δικαιωμάτων πώλησης και αγοράς |
estratégia de concentração de vencimentos | στρατηγική εφάπαξ πληρωμής |
estratégia de diversificação | τεχνική spread |
estratégia de estilo de vida | στρατηγικές κύκλου ζωής |
estratégia de financiamento dos passivos | στρατηγικές χρηματοδότησης παθητικού |
estratégia de gestão da dívida | στρατηγική διαχείρισης του χρέους |
estratégia de imunização | στρατηγική ανοσοποίησης |
estratégia de indexação otimizada | προσέγγιση βελτιστοποίησης με βάση την αξιολόγηση δεικτών |
estratégia de indexação otimizada | στρατηγική στάθμισης και αξιολόγησης ενός δείκτη τιμών |
estratégia de opção de compra coberta | στρατηγική πώλησης καλυμμένων θέσεων σε δικαιώματα αγοράς |
estratégia de política monetária | στρατηγική νομισματικής πολιτικής |
estratégia de reconversão | στρατηγική ανασυγκρότησης |
estratégia de saída no domínio financeiro | έξοδος από τη χρηματοοικονομική κρίση |
estratégia de substituição de títulos | στρατηγική αντικατάστασης μετοχών |
estratégia em matéria de empréstimos | δανειοδοτική στρατηγική |
estratégia equilibrada de investimento | εξισορροπημένη επενδυτική στρατηγική |
estratégia passiva de gestão de carteiras | παθητική στρατηγική χαρτοφυλακίου |
estratégia protetora de compra de opção de venda | στρατηγική προστατευμένης αγοράς δικαιωμάτων πώλησης |
estratégias de diferencial de rendibilidade | στρατηγικές με βάση τη διαφορά απόδοσης |
estratégias de gestão da curva de rendimentos | στρατηγικές με βάση την καμπύλη απόδοσης |
estratégias de opção cobertas | στρατηγικές καλυμμένης θέσης σε δικαιώματα |
estratégias de posição a descoberto | επενδυτικές στρατηγικές άνευ προστατευτικών μέτρων |
exigibilidade de um crédito | ληξιπρόθεσμο δάνειο |
exigência de margem | αρχική κατάθεση |
exigência de margem | αρχική εγγύηση |
exigência de margem | αρχικό περιθώριο |
existência de intervenção | αποθέματα παρέμβασης |
existências de capital | κεφαλαιακός εξοπλισμός |
existências de capital | συμμετοχή στο κεφάλαιο |
extracto de conta | αντίγραφο κίνησης λογαριασμού |
facto gerador das operações de intervenção | γενεσιουργό αίτιο των πραγματοποιουμένων εργασιών παρεμβάσεως |
falta de declaração em separado | με χωριστή αναγραφή |
ficha de actividade | δελτίο δραστηριότητας |
ficha de impacto | δελτίο αξιολόγησης των επιπτώσεων |
ficha de impacto orçamental | δελτίο δημοσιονομικών επιπτώσεων |
ficha de informaçoes para a obtençao de um certificado de circulaçao | δελτίο πληροφοριών για την απόκτηση πιστοποιητικού κυκλοφορίας |
ficheiro central de empresas | κεντρικό εμπορικό μητρώο |
ficheiro de empresas | μητρώο επιχειρήσεων |
ficheiro de transmissão | αρχείο παράδοσης |
fim das obrigações financeiras | λήξη των οικονομικών υποχρεώσεων |
fim de dia | τέλος της ημέρας |
fim de dia | Κίνδυνος τιμής μετοχής |
fiscalização contínua das empresas de investimento | διαρκής εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων |
fiscalização das instituições de crédito numa base consolidada | εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση |
fiscalização das receitas | έλεγχος των εσόδων |
fiscalização de encargos sociais | εξομοίωση προς φόρους ορισμένων κοινωνικών επιβαρύνσεων |
fiscalização de instituição de crédito filial numa base parcialmente consolidada | εποπτεία σε μερικώς ενοποιημένη βάση θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος |
fixação da taxa de juro | καθορισμός του επιτοκίου |
fixação da taxa de juro num período futuro | προσθεσμιακή συμφωνία επιτοκίων |
fixação da taxa de juro num período futuro | προθεσμιακή σύμβαση επιτοκίων |
fixação das paridades | καθορισμός σταθερής ισοτιμίας |
fixação das taxas de conversão | θέσπιση των τιμών μετατροπής |
fixação de preços | καταγραφή των τιμών |
fixação de preços interbancários | διατραπεζική τιμολόγηση |
fixação de um preço máximo de venda | καθορισμός μέγιστης τιμής διάθεσης |
flutuação das moedas | διακύμανση των νομισμάτων |
forma de intervenção | μορφή παρέμβασης |
forma de pagamento | τρόπος πληρωμής |
forma de poupança contratual | μορφή αποταμίευσης με συμβατικούς όρους |
forma de um empréstimo | τύπος δανείου |
forma de um empréstimo | μορφή δανείου |
formalidades de importação | διατυπώσεις εισαγωγής |
formalidades de partida no lugar de expedição | διατυπώσεις στον τόπο αποστολής |
formação bruta de capital fixo | ακαθάριστη επένδυση παγίου κεφαλαίου |
frutos de casca rija | καρπός με κέλυφος |
Fundação Europeia para a Gestão da Qualidade | Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Ποιοτικού Μάνατζμεντ |
Fundação Internacional para o Desenvolvimento do Mercado de Capitais e da Mudança de Propriedade na República da Polónia | διεθνές ίδρυμα για την ανάπτυξη της αγοράς κεφαλαίου και την αλλαγή ιδιοκτησίας στη δημοκρατία της Πολωνίας |
Fundação polaca de Privatização | Πολωνικό ΄Ιδρυμα για την ιδιωτικοποίηση |
Fundo Africano de Desenvolvimento | Αφρικανικό Ταμείο Ανάπτυξης |
Fundo Asiático de Desenvolvimento | Ασιατικό Ταμείο Ανάπτυξης |
fundo com comissão de resgate | δεσμευμένο αμοιβαίο κεφάλαιο |
fundo com comissão de venda | δεσμευμένο αμοιβαίο κεφάλαιο |
fundo com forte recurso ao efeito de alavanca | μοχλευμένο κεφάλαιο |
fundo comum de investimento | κεφάλαιο υπό διαχείριση |
fundo comunitário de investigação e informação | Κοινοτικό ταμείο έρευνας και πληροφόρησης |
fundo de amortização | τοκοχρεωλυτικόν κεφάλαιον |
fundo de amortização | κεφάλαιο απόσβησες |
fundo de amortização da dívida | αμοιβαίο κεφάλαιο εξυπηρέτησης χρέους |
fundo de amortização obrigatório | υποχρεωτικός λογαριασμός εξόφλησης |
fundo de amortização obrigatório | υποχρεωτικός λογαριασμός εξαγοράς |
fundo de amortização obrigatório | υποχρεωτικά μειούμενο αμοιβαίο κεφάλαιο |
Fundo de Apoio Financeiro | Tαμείο Xρηματοπιστωτικής Στήριξης |
fundo de apoio à expressão radiofónica | ταμείο στήριξης της ραδιοφωνίας |
fundo de ativos | μικτό αμοιβαίο κεφάλαιο |
fundo de ações | αμοιβαίο μετοχικό κεφάλαιο |
fundo de ações | αμοιβαίο κεφάλαιο |
fundo de capital de arranque | κεφάλαιο εκκίνησης |
fundo de coinvestimento | ταμείο κοινής επένδυσης |
fundo de coinvestimento | επενδυτικό ταμείο ειδικού σκοπού |
fundo de comércio | φήμη και πελατεία |
fundo de diversificação e de desenvolvimento | ταμείο διαφοροποίησης και ανάπτυξης |
Fundo de Equilíbrio Financeiro | ταμείο δημοσιονομικής εξισορρόπησης |
Fundo de estabilização e de apoio dos preços das produções agrícolas | Ταμείο σταθεροποίησης και υποστήριξης τιμών των γεωργικών παραγωγών |
Fundo de Financiamento das Exportações | Ταμείο για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών |
Fundo de Financiamento à Exportação | Ταμείο για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών |
fundo de fundos | κεφάλαιο κεφαλαίων |
fundo de fundos | αμοιβαίο κεφάλαιο που επενδύει σε αμοιβαία κεφάλαια |
fundo de futuros | αμοιβαίο κεφάλαιο που επενδύει σε συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης |
fundo de futuros e opções | οργανισμός που επενδύει σε συμβάσεις προθεσμιακών αγοραπωλησιών και δικαιωμάτων επιλογής |
fundo de inovação tecnológica | Ταμείο τεχνολογικών καινοτομιών |
fundo de inventário | κεφάλαιο απογραφής |
fundo de inventário | κεφάλαιο αναφοράς |
Fundo de Previdência dos Agentes de Alfândega | Ταμείο Προνοίας των Τελωνειακών |
fundo de pré-adesão agrícola | Γεωργικό Ταμείο Προετοιμασίας για την Προσχώρηση |
fundo de reembolso antecipado de obrigações | κεφάλαιο απόσβεσης ομολογιακού δανείου |
fundo de tesouraria | αμοιβαίο κεφάλαιο βραχυπρόθεσμων επενδύσεων |
fundo de vencimento fixo | προθεσμιακό αμοιβαίο κεφάλαιο |
fundo de índice | χρηματοπιστωτικά κεφάλαια βασίζόμενα σε δείκτη |
fundo especial do Secretariado Geral da ONU para o processo de paz no Camboja | ειδικό ταμείο του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών χάριν της ειρηνευτικής διαδικασίας |
fundo fiduciário da União | καταπιστευματικό ταμείο της ΕΕ για την εξωτερική δράση |
fundo fiduciário da União para as ações externas | καταπιστευματικό ταμείο της ΕΕ για την εξωτερική δράση |
Fundo Geral de Assistência Técnica | Ταμείο Γενικής Τεχνικής Βοήθειας |
fundo mínimo de garantia | ελάχιστο κεφάλαιο εγγύησης |
Fundo Veterinário de Emergência | κτηνιατρικό ταμείο |
Fundo Voluntário de Assistência à Desminagem | Ταμείο εθελοντικών συνεισφορών για την άρση ναρκοπεδίων |
fundos comunitários recebidos a título de subvenções | κεφάλαια εισπραχθέντα υπό μορφή επιχορηγήσεων |
fundos próprios de base | αρχικό ίδιο κεφάλαιο |
fundos próprios dos estabelecimentos de crédito | ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων |
horário de negociação adicional | πρόσθετη ώρα συναλλαγών |
importação de capitais | εισαγωγές κεφαλαίων |
importação de peles, peles com pelo ou peles em bruto | εισαγωγή γουνών, γουνοδερμάτων ή δερμάτων με τρίχωμα |
importação objeto de dumping | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ |
importação objeto de subvenções | εισαγωγή που αποτελεί αντικείμενο επιδότησης |
importação objeto de subvenções | επιδοτούμενη εισαγωγή |
importação temporária de mercadorias com franquia | προσωρινή,ελεύθερη δασμών,εισαγωγή εμπορευμάτων |
inobservância das formalidades estipuladas no regulamento financeiro | μη τήρηση των τύπων που υπαγορεύονται από τον δημοσιονομικό κανονισμό |
inobservância das normas prescritas pelo regulamento financeiro | μη τήρηση των τύπων που υπαγορεύονται από τον δημοσιονομικό κανονισμό |
instituições de Bretton Woods | Ιδρύματα του Bretton Woods |
instituições de crédito da Zona A | πιστωτικά ιδρύματα της Ζώνης Α |
instituições de crédito da Zona B | πιστωτικά ιδρύματα της Ζώνης Β |
instituições de estatuto federal | ιδρύματα ομοσπονδιακώςά εγγυημένων τίτλων |
instrumento que dê origem a uma liquidação em dinheiro | τίτλος που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς |
instrução de débito direto | οδηγία άμεσης χρέωσης |
instrução no caso de a cobertura falhar | εντολή σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης |
introdução das notas e moedas de euro | θέση σε κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων και κερμάτων σε ευρώ |
introdução física das notas e moedas | υλική εισαγωγή τραπεζογραμματίων και κερμάτων |
introdução geral ao anteprojeto de orçamento | εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του προϋπολογισμού |
lavagem de cupões | εικονική αγοραπωλησία των χρεογράφων |
lavagem de dinheiro | νομιμοποίηση εγκληματικών εσόδων |
lavagem de dinheiro | νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες |
lavagem de dinheiro | νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος |
lavagem de dinheiro | νομιμοποίηση των προσόδων από παράνομες δραστηριότητες |
lavagem de dinheiro | ξέπλυμα χρήματος |
lavagem de dinheiro | νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες |
lavagem de dinheiro | ξέπλυμα χρημάτων |
lavagem de dividendos | διανομή μερίσματος |
lavagem de obrigações | εικονική αγοραπωλησία των χρεογράφων |
maturidade em forma de balão | ομαδική συσσωρευμένη λήξη |
mensagem normalizada das Nações Unidas | πρότυπο μήνυμα των Ηνωμένων Εθνών |
modo de adjudicação | τρόπος σύναψης που επιλέχθηκε |
modo de classificação dos valores mobiliários | τρόπος αξιολόγησης των τίτλων |
modo de pagamento | τρόπος πληρωμής |
moeda da faixa estreita | νόμισμα της ζώνης περιορισμένων διακυμάνσεων |
moeda de apoio | στηρίζον νόμισμα |
moeda de apoio | νόμισμα υποστήριξης |
moeda de desembolso | νόμισμα εκταμίευσης |
moeda de emissão | νλμισμα έκδοσης |
moeda de euro | κέρμα ευρώ |
moeda de origem | νόμισμα χώρας προέλευσης |
moeda de origem | νόμισμα χώρας αποστολής |
moeda de país terceiro | τρίτο νόμισμα |
moeda de pleno direito | αυτοτελές νόμισμα |
moeda de reembolso | νόμισμα αποπληρωμής |
moeda de relato | νόμισμα-φορέας |
moeda de relato | λογιστικό νόμισμα |
moeda de subscrição | νόμισμα εγγραφής |
moeda de subscrição | νόμισμα προεγγραφής |
moeda de um Estado-membro não participante | νόμισμα μη συμμετέχοντος κράτους μέλους |
moeda de um Estado-membro não participante | νόμισμα χώρας μη συμμετέχουσας εξ αρχής στη ζώνη ευρώ |
moeda de um Estado-membro "pre-in" | νόμισμα χώρας μη συμμετέχουσας εξ αρχής στη ζώνη ευρώ |
moeda de um Estado-membro "pre-in" | νόμισμα μη συμμετέχοντος κράτους μέλους |
moeda em que são expressos os documentos de prestação de contas | νόμισμα κοινοποίησης |
mão de obra | ενεργός πληθυσμός |
necessidade de ajustamento de valor | προϋπόθεση για την αναπροσαρμογή αξίας |
necessidade de captação | δανειοληπτική ανάγκη |
necessidade de desembolso | ανάγκη εκταμίευσης |
necessidade de importação | ανάγκες εισαγωγών |
necessidade de tesouraria | ταμειακή ανάγκη |
necessidade líquida de financiamento | καθαρές δανειακές ανάγκες |
necessidade real de tesouraria | πραγματικές ταμειακές ανάγκες |
necessidades de tesouraria próprias do Serviço | ίδιες ταμειακές ανάγκες της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων |
necessidades reais de tesouraria | πραγματικές ταμειακές ανάγκες |
no caso de insolvência do devedor verificada por via judicial | σε περίπτωση δικαστικά διαπιστωμένης αφερεγγυότητας του οφειλέτη |
papéo representativo de valor | χρεώγραφο |
parecer de equidade | γνωμοδότηση σχετικά με τον δίκαιο χαρακτήρα της συναλλαγής |
parecer de equidade | πιστοποιητικό δίκαιης αποτύπωσης οικονομικών στοιχείων |
pareceres do Tribunal de Contas | γνωμοδοτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου |
prestamista de última instância | τελικός δανειστής |
prestamista de última instância | δανειστής εσχάτης ανάγκης |
prestamista de última instância | ύστατος δανειστής |
produtivo de juros | τοκοφόρο |
pré-financiamento das despesas imobiliárias | προχρηματοδότηση των κτιριακών δαπανών |
recolha de capital | συγκεντρώνω κεφάλαια |
recolha de fundos | έρανος |
recolha de informações económicas sobre o ambiente | συλλογή οικονομικών πληροφοριών για το περιβάλλον |
redução a partir de um preço de base | μείωση επί της τιμής βάσεως |
redução da ajuda | μείωση της ενίσχυσης |
redução da posição máxima | όριο πτώσης τιμής |
redução das barreiras alfandegárias | περιορισμός των τελωνειακών φραγμών |
redução das despesas | περικοπή δαπανών |
redução das despesas | δημοσιονομικές περικοπές |
redução das despesas | περιορισμός δαπανών |
redução das existências | σταδιακή κατάργηση των αποθεμάτων |
redução das existências | μείωση των αποθεμάτων |
redução das quotizações para a segurança social | απαλλαγή από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης |
redução das taxas de juro | μείωση επιτοκίων |
redução das vendas declaradas | μείωση των πωλήσεων |
redução de capital | μείωση κεφαλαίου |
redução de custo | έκπτωση κόστους |
redução de restrições | αναστροφή των υφιστάμενων περιορισμών |
redução de risco devida à diversificação | μείωση του κινδύνου η οποία προκύπτει από τη διαφοροποίηση επενδύσεων |
redução do efeito de alavanca | απομόχλευση |
redução do nível de endividamento | απομόχλευση |
redução do nível de endividamento de fundos de cobertura | απομόχλευση αμοιβαίων κεφαλαίων |
redução do risco de crédito | μείωση πιστωτικού κινδύνου |
redução dos direitos de importação | μείωση των εισαγωγικών δασμών |
redução inicial da taxa de empréstimo hipotecário | εφάπαξ προκαταβολή σε ενυπόθηκο δάνειο |
redução na notação de risco | υποβάθμιση |
remissão de dívidas | διαγραφή χρεών |
remissão de dívidas | εξόφληση χρεών |
resultado da decisão de apuramento | αποτέλεσμα της απόφασης εκκαθάρισης |
resultado da execução do orçamento | αποτέλεσμα προϋπολογισμού |
resultado de exploração | αποτελέσματα χρήσης |
resultado de exploração | κέρδος εκμεταλλεύσεως |
resultado de exploração | κέρδος επιχειρήσεως |
resultado de exploração | οργανικό κέρδος |
resultados antes de impostos e encargos financeiros | κέρδη προ φόρων και τόκων |
revisor de contas da CECA | ελεγκτής της ΕΚΑΧ |
ritmo de apuramento normal | κανονικός ρυθμός εκκαθάρισης |
ritmo de utilização do mandato | ρυθμός χρησιμοποίησης των εντολών |
sobretaxa de importação | πρόσθετη επιβάρυνση κατά την εισαγωγή |
subscrição de cupão zero | προεγγραφή με μηδενικό κουπόνι |
subscrição de obrigações | εισφορά μέσω έκδοσης ομολογιακών δανείων |
supressão da cumulação do rendimento dos cônjuges | κατάργηση της σώρευσης του εισοδήματος των συζύγων |
supressão do direito de preferência | κατάργηση του προτιμησιακού δικαιώματος |
supressão ou modificação de um contingente | κατάργηση ή τροποποίηση ποσόστωσης |
suspensão da cotação | καθεστώς αναστολής διαπραγμάτευσης μετοχής |
suspensão da cotação | αναστολή διαπραγμάτευσης |
suspensão da cotação de um valor mobiliário | αναστολή διαπραγματεύσεως μιας κινητής αξίας |
suspensão da negociação | αναστολή |
suspensão da negociação | αναστολή διαπραγμάτευσης |
suspensão da negociação | καθεστώς αναστολής διαπραγμάτευσης μετοχής |
suspensão das cotações | αναστολή της ανακοίνωσης τιμών |
suspensão de cotação | διακοπή συναλλαγής |
suspensão de um pagamento | αναστολή πληρωμής |
suspensão definitiva das operações | περάτωση των εργασιώντης Τράπεζας |
suspensão temporária das operações | προσωρινή αναστολή εργασιών |
suspensão temporária das quotas | προσωρινή αναστολή των ποσοστώσεων |
território de um Estado-membro | έδαφος κράτους μέλους |
testa-de-ferro | ξένο όνομα |
testa-de-ferro | αχυράνθρωπος |
totalidade das receitas e das despesas do exercício | σύνολο των εσόδων και εξόδων του οικονομικού έτους |
tranche de grau hierárquico elevado | τμήμα τιτλοποίησης με την υψηλότερη εξοφλητική προτεραιότητα |
tranche de titularização | τμήμα τιτλοποίησης |
transações de ajustamento | παρακολούθηση θέσης |
transações de bolsa | χρηματιστηριακές συναλλαγές |
transações de ouro | συναλλαγές σε χρυσό |
transações de ouro | αγοραπωλησία χρυσού |
transações de títulos | πράξεις επί τίτλων |
transações de títulos | συναλλαγές σε χρεόγραφα |
transações fora da sessão de bolsa | συναλλαγές εκτός χρηματιστηρίου |
transações por conta de fundos sob sua gestão | μεσιτεία και διαπραγμάτευση τίτλων για λογαριασμό επενδυτικών κεφαλαίων |
tributação da sede social | φορολόγηση των κεντρικών γραφείων επιχείρησης |
um direito aduaneiro englobado de 10% ad valorem é aplicável | εφαρμóζεται κατ'αποκοπή δασμóς 10% κατ'αξíαν |
um direito de base a partir do qual devem ser afetadas as sucessivas reduções | δασμός βάσεως επί του οποίου πραγματοποιούνται οι διαδοχικές μειώσεις |
um direito que reduza de 30% a diferença entre... | δασμός,που μειώνει κατά 30% τη διαφορά μεταξύ... |
um Estado-membro que aplique uma regulamentação de câmbio | Kράτος μέλος που εφαρμόζει ελέγχους συναλλάγματος |
um sistema de preços mínimos | εφαρμόζω σε αντικατάσταση των ποσοστώσεων,ένα σύστημα ελάχιστων τιμών |
vencimento de base | βασικός μισθός |
venda através da rede | πώληση μέσω δικτύου |
venda com acordo de recompra | συμφωνία πώλησης και επαναγοράς |
venda com isenção de IVA | πώληση που τυγχάνει απαλλαγής του ΦΠΑ |
venda de abertura | άνοιγμα θέσης πώλησης |
venda de encerramento | πώληση κάλυψης |
venda de opção a descoberto | ακάλυπτη πώληση οψιόν |
venda de opção longa | πώληση οψιόν αγοράς |
venda de swap | μεταβίβαση με ανταλλαγή |
venda de swap | εκχώρηση με ανταλλαγή |
venda de swap | πώληση με ανταλλαγή |
venda de títulos no mercado contra numerário | πώληση μετοχών σε μετρητά στην αγορά |
venda de uma opção | πώληση οψιόν |
venda de uma opção protegida | καλυμμένη πώληση οψιόν |
venda fora da rede | πώληση εκτός δικτύου |
venda isenta de impostos | πωλήσεις αφορολόγητων ειδών |
venda simultânea de uma opção de compra e de venda | πώληση straddle |
vendas de bens móveis | πωλήσεις κινητών αγαθών |
vigilância aduaneira das zonas francas | τελωνειακή επίβλεψη των ελεύθερων ζωνών |
warrant com preço de exercício variável | τίτλος προεγγραφής με δυνατότητα αναθεώρησης τιμής |
warrant de compra | εντολή δικαιώματος αγοράς |
warrant de venda | δικαίωμα εξαγοράς ομολόγου |
warrants de stocks | δελτία αποθεμάτων |