DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Finances containing bon | all forms | exact matches only
FrenchGreek
action à bons de souscription d'actionsμετοχή με δελτία προεγγραφής
action à bons de souscription d'actions remboursablesμετοχή με εξοφλητέα δελτία προεγγραφής
action à bons de souscription d'actions remboursablesμετοχή με εξαγοράσιμα δελτία προεγγραφής
billets en bon étatκατάλληλα τραπεζογραμμάτια
bon anonymeανώνυμο ομόλογο
bon d'attributionαναγγελία λήψεως δι'εγγραφήν
bon de caisseαποταμιευτικό ομόλογο
bon de caisseταμιακή απόδειξη
bon de caisseομόλογα
bon de capitalisationομόλογο κεφαλαιοποίησης
bon de collectivité publique territorialeγραμμάτιο τοπικών αρχών
bon de commandeδελτίο παραγγελίας
bon de commandeπαραγγελία
bon de commandeέντυπο παραγγελίας
bon de sortieομόλογο εν χρήσει στις Φιλιππίνες
bon de souscriptionτίτλος προεγγραφής
bon de souscription d'actionsπιστοποιητικό επιλογής
bon de souscription d'actionsπιστοποιητικό δικαιώματος ανάληψης μετοχών
bon de souscription d'obligationsκουπόνι εγγραφής
bon de souscription d'obligationsεγγύηση ομολογιών
bon de souscription nuγυμνό warrant
bon de souscription nunaked warrant
bon de souscription remboursableομόλογο προεγγραφής με δικαίωμα επιστροφής
bon de souscription à prix révisableτίτλος προεγγραφής με δυνατότητα αναθεώρησης τιμής
bon d'enlèvementδελτίο παραλαβής
bon des institutions financières spécialiséesδιαπραγματεύσιμα χρεώγραφα δημόσιων οργανισμών
bon d'optionπιστοποιητικό δικαιώματος αγοράς χρεογράφων με ευνοϊκούς όρους
bon d'optionwarrant
bon du Trésorέντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου
bon du Trésorγραμμάτια Δημοσίου
bon du Trésorομόλογα Δημοσίου
bon du trésor en comptes courantsκρατικό ομόλογο σε τρεχούμενους λογαριασμούς
bon du trésor en comptes courantsδιαπραγματεύσιμο κρατικό ομόλογο
bon du trésor négociableδιαπραγματεύσιμο κρατικό ομόλογο
bon du trésor négociableκρατικό ομόλογο σε τρεχούμενους λογαριασμούς
bon du trésor sur formuleκρατικό ομόλογο με ειδικά χαρακτηριστικά
bon du Trésor à agio normaliséκρατικό ομόλογο
bon du Trésor à court termeομόλογα Δημοσίου
bon du Trésor à court termeγραμμάτια Δημοσίου
bon du Trésor à court termeέντοκο γραμμάτιο του Δημοσίου
bon du Trésor à moyen termeμεσοπρόθεσμο γραμμάτιο Δημοσίου
bon du Trésor à moyen termeμεσοπρόθεσμο ομόλογο Δημοσίου
bon du Trésor à moyen termeέντοκο μεσοπρόθεσμο γραμμάτιο του Δημοσίου
bon du trésor à taux annuel normaliséκρατικό ομόλογο σταθερής ετήσιας απόδοσης
bon du trésor à taux annuel normaliséκρατικό ομόλογο τυποποιημένης ετήσιας απόδοσης
bon du trésor à taux annuel normaliséκρατικό ομόλογο προκαθορισμένης ετήσιας απόδοσης
bon du Trésor à taux fixeέντοκο γραμμάτιο Δημόσιου σταθερού επιτοκίου
bon du Trésor à taux variableέντοκο γραμμάτιο Δημόσιου με κυμαινόμενο επιτόκιο
bon d'épargneαποταμιευτικό ομόλογο
bon emploi des fonds publicsχρηστή χρησιμοποίηση των δημοσίων κεφαλαίων
bon fiscalεγγύηση καταβολής φόρου
bon fonctionnement des marchésομαλές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς
bon non négociableμη διαπραγματεύσιμο γραμμάτιο
bon à coupon hollandaisΟλλανδική ομολογία
bon à intérêt variableαξιόγραφα με κυμαινόμενο επιτόκιο
bon à moyen terme négociableμεσοπρόθεσμο ομόλογο
bon à taux flottantαξιόγραφα με κυμαινόμενο επιτόκιο
bon à taux flottantομολογίες μεταβλητού επιτοκίου
bon à taux flottant à coupon indexéγραμμάτιο κυμαινόμενου επιτοκίου με μεταβλητή τιμή τοκομεριδίου
bon à taux révisableαξιόγραφα με κυμαινόμενο επιτόκιο
bons du trésorκρατικά χρεόγραφα
bons du trésor à court termeέντοκα γραμμάτια δημοσίου τομέα; έντοκα γραμμάτια δημοσίου' βραχυπρόθεσμα γραμμάτια δημοσίου τομέα
bons du Trésor à moyen termeμεσοπρόθεσμα γραμμάτια Δημοσίου; μεσοπρόθεσμα ομόλογα Δημοσίου
des experts son associés aux travaux des comités quand cela est requis en vue d'assurer le bon fonctionnement du présent accordεμπειρογνώμονες συμμετέχουν στις εργασίες εφόσον αυτό απαιτείται για την εύρυθμη λειτουργία της παρούσας συμφωνίας
gestion de "bon père de famille"διαχείριση "καλού οικογενειάρχη"
gérer le risque en bon père de familleδιαχειρίζομαι τον κίνδυνο με τη δέουσα επιμέλεια
gérer le risque en bon père de familleδιαχειρίζομαι τον κίνδυνο με επιμέλεια συνετού οικογενειάρχη
méthode de diversification à bon marchéμη δαπανηρή μέθοδος διαφοροποίησης
obligation avec bon de souscription d'actionομολογία με κουπόνι αγοράς τίτλου
obligation avec bon de souscription d'obligationsομολογία με δικαίωμα επιλογής
obligation avec bon de souscription d'obligationsπιστοποιητικό εκδιδόμενο συγχρόνως με τα χρεόγραφα,το οποίο αναγνωρίζει στον κομιστή χρεογράφου το προνόμιο να αγοράσει χρεόγραφα υπό ορισμένους όρους
obligation avec bon de souscription d'obligationsομολογία με δικαιώματαwarrant
obligation à bon de souscriptionομολογία με δελτίο προεγγραφής
obligation à bon de souscription d'action remboursableομολογία με δελτίο προεγγραφής για μετοχή με δικαίωμα επιστροφής
option bon marchéυποτιμημένη οψιόν
publicité presse avec bon de commandeδιαφημιστικά έντυπα με στέλεχος παραγγελίας
taux des bons du Trésor,trois moisεπιτόκιο εντόκων γραμματίων δημοσίου,τρίμηνο
taux hebdomadaire des bons du Trésorμέσο εβδομαδιαίο επιτόκιο έντοκων γραμματίων
taux moyen mensuel des bons du Trésorμέσο μηνιαίο επιτόκιο έντοκων γραμματίων