DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing Individual | all forms | exact matches only
EnglishGreek
broker-dealer individual clearerαντισταθμιστικός διαπραγματευτής
classification of individual consumption by purposeταξινόμηση της ατομικής κατανάλωσης με βάση το σκοπό
contracts concluded with outside bodies or individualsσυμβάσεις που συνάπτονται με τρίτους αιτούντες
exposure to individual clientsάνοιγμα έναντι μεμονωμένων πελατών
to finance through individual loanχρηματοδότηση μέσω ατομικού δανείου
fund investing in an individual countryεταιρεία επενδύσεων σε συγκεκριμένη χώρα
fund investing in an individual industryεταιρεία επενδύσεων σε συγκεκριμένο παραγωγικό κλάδο
individual account identificationαριθμός λογαριασμού
individual annual trancheμεμονωμένη ετήσια δόση
individual budget commitmentατομική δημοσιονομική δέσμευση
individual budgetary commitmentατομική δημοσιονομική δέσμευση
individual exemptionατομική απαλλαγή
individual investorτελικός επενδυτής
individual loanατομικό δάνειο
individual monitoringατομική εποπτεία
individual own-account shareμεμονωμένο ποσοστό
individual portfolio of investmentsατομικό χαρτοφυλάκιο επένδυσης
individual quotaατομική ποσόστωση
individual retirement accountαποταμίευση προσωπικής σύνταξης
individual safekeeping accountειδικός λογαριασμός μετάλλου
individual transactionμεμονωμένη συναλλαγή πίστωσης
individual validationχωριστή εκκαθάριση
private individualιδιώτης
sale to individualsπώληση σε ιδιώτες
services for outside bodies and individualsενέργειες για λογαριασμό τρίτων
services for outside bodies or individualsυπηρεσίες σε τρίτους
services for outside bodies or individualsυπηρεσίες για λογαριασμό τρίτων
single tax on individualsενιαία εισφορά των ιδιωτών