DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Finances containing Capacities | all forms
EnglishGreek
absorption capacityδυνατότητα απορρόφησης προσφύγων
capacity outputπαραγωγική ικανότητα
capacity to contributeικανότητα συνεισφοράς
capacity to payικανότητα συνεισφοράς
capacity utilisationπλήρης χρησιμοποίηση του παραγωγικού δυναμικού
commitment capacityικανότητα ανάληψης υποχρεώσεων
cyclical excess capacityκυκλική πλεονάζουσα μεταφορική ικανότητα
debt servicing capacityικανότητα εξυπηρέτησης χρέους
dual capacity taxpayerφορολογούμενος με διπλή φορολογική ιδιότητα
excess plant capacityυπερβάλλον παραγωγικό δυναμικό
financing capacityικανότητα χρηματοδότησης
financing capacityικανότητα χορήγησης χρημάτων
fiscal capacityδημοσιονομική ικανότητα
full capacity customs officeτελωνείο πλήρους δραστηριότητας
installed capacityεγκατεστημένη χωρητικότητα
lending capacityδανειοδοτική ικανότητα
operational capacityεπιχειρησιακή ικανότητα
risk-bearing capacityικανότητα ανάληψης κινδύνων
tax capacityόριο φορολογικής συνεισφοράς