DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing πρωτόκολλο | all forms
GreekEnglish
διπλωματικό πρωτόκολλοdiplomatic protocol
πρωτόκολλο ζάχαρηςprotocol on sugar
πρωτόκολλο παράτασης της ΣΠΙprotocol extending the MFA
πρωτόκολλο συμφωνίαςprotocol to an agreement
Πρωτόκολλο της Σύμβασης των Αθηνών σχετικά με τη θαλάσσια μεταφορά επιβατών και των αποσκευών τους, 1974Protocol to the Athens Convention relating to the Carriage of Passengers and their Luggage by Sea of 13 December 1974
πρωτόκολλο του ΚυότοKyoto Protocol
Πρωτόκολλο του ΜαρακέςMarrakesh Protocol
Πρόσθετο πρωτόκολλο στην ευρωπαϊκή σύμβαση περί ασυλίας των κρατώνAdditional Protocol to the European Convention on State Immunity
χρηματοδοτικό πρωτόκολλοfinancial protocol