DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing μορφή | all forms
GreekEnglish
άτυπη μορφή εργασίαςnon-standard employment
αναπτύσσω περαιτέρω και δίνω συγκεκριμένη μορφή στην παρούσα έκθεσηa further elaboration and concretization of the present Report
αποζημιώσεις που αποτελούν μορφή κοινωνικών παροχώνclaims constituting a form of social benefits
ασφάλιστρα που αποτελούν μορφή κοινωνικής εισφοράςpremiums constituting a form of social contribution
εισφορά υπό μορφή μερίσματοςcontribution in the form of dividend
κοινωνικά υπεύθυνη μορφή τουρισμούsocially responsible tourism
με βάση τη χρηματοδότηση υπό μορφή εγγυήσεωνon a pure cover basis
μετάβαση στο ευρώ σε φυσική μορφήcash changeover
μορφή δανείου' τύπος δανείουform of a loan
νέα μορφή απασχόλησηςnew type of employment
Προδιαγραφές για την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και κατευθυντήριες γραμμές για τη μορφή και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισηςSpecifications on the implementation of the Stability and Growth Pact and Guidelines on the format and content of Stability and Convergence Programmes
Προδιαγραφές για την εφαρμογή του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και κατευθυντήριες γραμμές για τη μορφή και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισηςcode of conduct
υπόλοιπο των ροών που αφορούν απαιτήσεις σε μορφή ΕΤΔbalance of the flows concerning claims in the form of SDRs