DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing ενεργός | all forms
GreekGerman
απασχολούμενος οικονομικά ενεργός πληθυσμόςerwerbstätige Bevölkerung
ενεργός γεωργικός πληθυσμόςlandwirtschaftliche Erwerbsbevölkerung
ενεργός ζήτησηkaufkräftige Nachfrage
ενεργός ζήτησηeffektive Nachfrage
οικονομικά ενεργός πληθυσμόςErwerbsbevölkerung
οικονομικά μη ενεργός πληθυσμόςNichterwerbsbevölkerung
οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικόErwerbspersonen
οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικόerwerbstätige Bevölkerung
οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικόErwerbsbevölkerung
πληθυσμός μη οικονομικά ενεργόςNichterwerbsbevölkerung