DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing διατήρηση | all forms
GreekEnglish
διατήρηση προσωρινώς υπεράριθμου προσωπικού για την αντιμετώπιση αυξημένων μελλοντικών αναγκώνlabour hoarding
διατήρηση προσωρινώς υπεράριθμου προσωπικού για την αντιμετώπιση αυξημένων μελλοντικών αναγκώνlabor hoarding
διατήρηση της αγοραστικής δύναμηςmaintenance of purchasing power
διατήρηση της απασχόλησηςjob preservation
διατήρηση της ειρήνηςpeacekeeping
διατήρηση της ρευστότηταςto preserve the liquidity
διατήρηση των αλιευτικών πόρωνconservation of fish stocks
διατήρηση των φυσικών πόρωνconservation of resources
νομικώς μη δεσμευτική δήλωση αρχών για μια συναίνεση σε παγκόσμιο επίπεδο όσον αφορά τη διαχείριση, τη διατήρηση και την οικολογικά βιώσιμη εκμετάλλευση των κάθε τύπου δασώνNon-legally Binding Authoritative Statement of Principles for a Global Consensus on the Management, Conservation and Sustainable Development of all Types of Forests
πολυμερής συμφωνία για την απόκτηση ή τη διατήρηση της προστασίαςmultilateral agreement on acquisition or maintenance of protection
χρήση του σήματος με σκοπό τη διατήρηση σε ισχύ της καταχώρισηςuse of the trademark for the purpose of maintaining the registration