DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing διάστημα | all forms
GreekEnglish
έκτακτοι τόκοι για καταθέσεις που καταθέτονται για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που είχε συμφωνηθεί αρχικάextra interest paid on deposits left longer than originally agreed
ενδιάμεσο διάστημαspread over
κυριότητα στο διάστημαspace property right
τόκοι για το χρονικό διάστημα της παρανομίαςillegality interest
χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται για αόριστο χρονικό διάστημαliabilities for an indefinite period
χρονικό διάστημα που καθορίζεται μέσω υποχρεωτικής διαιτησίαςperiod of time determined through binding arbitration
χρονικό διάστημα συναλλαγώνwindow trading