DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing απόφαση | all forms
GreekPortuguese
ανάκληση με διοικητική απόφασηrevogação administrativa
αναστολή της θέσης σε ελεύθερη κυκλοφορία με απόφαση των τελωνειακών αρχώνsuspensão da introdução em livre circulação por parte das autoridades aduaneiras
απόφαση ανανέωσης των χρηματοδοτικών εντολών ΑΛΑdecisão de recondução dos mandatos ALA
απόφαση ατομικής εξαίρεσηςdecisão de isenção individual
Απόφαση για τις διαδικασίες γνωστοποίησηςDecisão relativa aos procedimentos de notificação
Απόφαση για τις επαγγελματικές υπηρεσίεςDecisão relativa aos serviços das profissões liberais
απόφαση δικαστηρίουjulgamento
απόφαση ΕΚdecisão CEE
απόφαση ΕΚΑΕdecisão CEEA
απόφαση κάθε εταιρείαςdecisão empresarial
απόφαση κατ' εξουσιοδότησηdecisão delegada
απόφαση μεταφοράςdecisão de transição
απόφαση να μην εγερθούν αντιρρήσειςdecisão de não levantar objeções 
απόφαση-πλαίσιοdecisão-quadro
απόφαση σε επίπεδο επιχείρησηςdecisão empresarial
απόφαση του Δικαστηρίουacórdão do Tribunal de Justiça UE (ΕE)
Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την επίτευξη υψηλού βαθμού σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελώνgrau elevado de convergência das políticas económicas
Απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την επίτευξη υψηλού βαθμού σύγκλισης των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελώνdecisão de convergência
ατομική απόφαση ΕΚΑΧdecisão individual CECA
γενική απόφαση ΕΚΑΧdecisão-geral CECA
διοικητική απόφασηdespacho
εκτελεστική απόφασηdecisão de execução
Συνοπτική απόφασηdecisão simplificada
τελική απόφασηuma decisão final
Υπουργική απόφαση για τις διαδικασίες γνωστοποίησηςDecisão Ministerial relativa aos Procedimentos de Notificação
χωρισμός με δικαστική απόφασηseparação judicial