DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing units | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a series of items which constitute a separate unitσειρά θεμάτων που αποτελούν χωριστή ενότητα
administrative unitδιαίρεση σε διοικητικές περιφέρειες
agricultural unit of accountγεωργική λογιστική μονάδα
agricultural unit of accountγεωργική λογιστική μονάδα; "πράσινη" ΛΜ
agricultural unit of account"πράσινη" ΛM
amount levied per unitποσό του φόρου που επιβάλλεται ανά μονάδα
amounts paid to non-resident unitsποσά που καταβάλλονται στις μονάδες μη μόνιμους κατοίκους
amounts received by resident unitsποσά που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι
approximate basic value of a unit of the productκατά προσέγγιση βασική αξίας μιας μονάδας προϊόντος
approximate basic value of a unit of the productβασική τιμή
banknote processing unitμονάδα επεξεργασίας τραπεζογραμματίων
capital investments by non-residents in notional resident unitsεισφορές κεφαλαίου από μη μόνιμους κατοίκους σε οιονεί μονάδες μόνιμους κατοίκους
central financing and contracting unitκεντρική μονάδα χρηματοδότησης και σύναψης συμβάσεων
c.i.f.unit valueαξία cif ανά μονάδα
claims of resident units against notional non-resident unitsαπαιτήσεις μονάδων μόνιμων κατοίκων κατά οιονεί μονάδων μη μόνιμων κατοίκων
commissions paid to non-resident unitsπρομήθειες που καταβάλλονται στις μονάδες μη μόνιμους κατοίκους
commissions received by resident unitsπρομήθειες που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι
cost unitμονάδα κόστους
country of residence of the non-resident unit which is party to the transactionχώρα κατοικίας της μονάδας μη μόνιμου κατοίκου που λαμβάνει μέρος στη συναλλαγή
definition of the ECU and the European unit of accountορισμός του ECU και της Eυρωπαïκής Λογιστικής MονάδαςEΛM
economic unitοικονομική μονάδα
elementary transaction between two economic unitsστοιχειώδης συναλλαγή ανάμεσα στις δύο οικονομικές μονάδες
European monetary unit of accountEυρωπαïκή Nομισματική Λογιστική Mονάδα
European Monetary Unit of Accountευρωπαϊκή νομισματική λογιστική μονάδα
European monetary unit of accountENΛM
external technical assistance unitΕξωτερική μονάδα τεχνικής υποστήριξης
farm with only one labour unitεκμετάλλευση οικογενειακού τύπου που αποτελεί μια μονάδα εργασίας
fees or other payments made to non-resident unitsαμοιβές και άλλες πληρωμές που καταβάλλονται σε μονάδες μη μόνιμους κατοίκους
fees or other payments received by resident unitsαμοιβές και άλλες πληρωμές που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι
first commercial production unitμονάδα πρώτης εμπορικής παραγωγής
gross rents or hire charges received by resident unitsακαθάριστα ενοίκια ή τέλη ενοικίασης που λαμβάνουν οι μονάδες μόνιμοι κάτοικοι
grouping of unitsομαδοποίηση των μονάδων
head of unitεπιστάτης
identification of the physical unit and the price per unitπροσδιορισμός της φυσικής μονάδας και της τιμής ανά μονάδα
increase in liabilities relating to the money paid to the drawing unitαύξηση των υποχρεώσεων των σχετικών προς τα χρήματα που πληρώνονται στην αναλαμβάνουσα μονάδα
increase in sight assets in the national currency of the drawing unitsαύξηση των απαιτήσεων όψης στο εθνικό νόμισμα των μονάδων που πραγματοποιούν αναλήψεις
labour force per unit of areaδιαθέσιμο εργατικό δυναμικό ανά μονάδα επιφανείας
livestock unitζωική μονάδα
location of local unitθέση της επιχείρησης
location of local unitθέση της εκμετάλλευσης
monetary unit samplingδειγματoληψία νoμισματικής μoνάδας
multiple-unit projectσχέδια πολλαπλών μονάδων
notional resident unitπλασματικές μονάδες μόνιμοι κάτοικοι
notional resident unitsοιονεί κάτοικοι
output per unitαπόδοση μονάδας
parity grid unitμονάδα βασιζόμενη σε μια δέσμη ισοτιμιών
profits actually withdrawn by the owner unitsπραγματικές αναλήψεις των κερδών που πραγματοποιούν οι εταίροι
project implementation unitΥπηρεσία για την Εκτέλεση του Σχεδίου
redenomination of the outstanding debt in the euro unitεπαναπροσδιορισμός του χρέους σε ευρώ
resident unitμονάδα μόνιμος κάτοικος
revenue value of a unit of irrigation waterπροσοδιακή αξία μονάδος όγκου αρδευτικού ύδατος
sampling unitστοιχείο του δείγματος
sampling unitστοιχείο της δειγματοληψίας
sampling unitμoνάδα δειγματoληψίας
size class of local unitsτάξη μεγέθους επιχειρήσεως
size class of local unitsτάξη μεγέθους εκμεταλλεύσεως
tenant unitμισθωτής
the monetary unit is neither a stable nor an international standardμονάδα μέτρησης που δεν είναι ούτε σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές μέτρο
transactions of the rest of the world with resident unitsσυναλλαγές της αλλοδαπής με μονάδες μόνιμους κατοίκους
transfer of ownership from non-resident to resident unitsμεταβίβαση της κυριότητας από μονάδες μη μόνιμους κατοίκους σε μονάδες μόνιμους κατοίκους
transfer of ownership from resident to non-resident unitsμεταβίβαση της κυριότητας από μονάδες μόνιμους κατοίκους σε μονάδες μη μόνιμους κατοίκους
transporting goods between different parts of the rest of the world on behalf of resident unitsμεταφορά αγαθών στα διάφορα σημεία της αλλοδαπής για λογαριασμό μονάδων μόνιμων κατοίκων
unit costκόστος ανά μονάδα
unit cost calculationυπολογισμός δαπανών ανά φορείς
unit market priceαγοραία τιμή ανά μονάδα
unit of account based on a basket of Community currenciesλογιστική μονάδα βασιζόμενη σε δέσμη κοινοτικών νομισμάτων
unit of homogenous productionμονάδα ομοιογενούς παραγωγής
unit priceτιμή μονάδος
units and economic flowsμονάδες και οικονομικές ροές
units characterised by a unique activityμονάδες που χαρακτηρίζονται από μια μοναδική δραστηριότητα
units which benefitμονάδες οι οποίες επωφελούνται
values expressed directly or indirectly in monetary unitsαξίες που εκφράζονται άμεσα ή έμμεσα σε νομισματικές μονάδες
video display unit workεργασία σε οθόνη
Women and Development unitΟμάδα "γυναίκες και ανάπτυξη"
works of art created during the year and purchased by producer unitsέργα τέχνης που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους και αγοράστηκαν από παραγωγικές μονάδες
yield per unitαπόδοση μονάδας