DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing part | all forms | exact matches only
EnglishGreek
action to establish liability on the part of an administrationπροσφυγή διοικητικής ευθύνης
corrective part of the SGPδιορθωτικό σκέλος του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης
corrective part of the Stability and Growth Pactδιορθωτικό σκέλος του Συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης
Interregional Framework Cooperation Agreement between the European Community and its Member States, of the one part, and the Southern Common Market and its Party States, of the other partΔιαπεριφερειακή Συμφωνία-πλαίσιο για τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών αυτής, αφ'ενός, και της Κοινής Αγοράς του Νότου και των κρατών μελών αυτής, αφ'ετέρου
issuance of descriptive part of the report to the partiesυποβολή του περιγραφικού μέρους της έκθεσης στους διαδίκους
nominal charge which covers only part of the production costsκαλύπτω μέρος του κόστους παραγωγής
part in goldτμήμα σε χρυσό
part of invoiced VAT which is not payable by usersτμήμα του τιμολογούμενου ΦΠΑ το οποίο δεν είναι πληρωτέο από τους χρήστες
part-time employmentεργασία μερικής απασχόλησης
part-time farmingμερική απασχόληση στη γεωργία
person who does part-time work throughout the yearάτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους
preventive part of the SGPπροληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης
preventive part of the Stability and Growth Pactπροληπτικό σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης
spare partανταλλακτικά
the European part of the Communityτο ευρωπαïκό τμήμα της Kοινότητας
to transform part of the loan into a direct grantμετατρέπω μέρος του δανείου σε άμεση επιχορήγηση
vehicle partsεξοπλισμός αυτοκινήτου
ventures on the part of undertakingsπρωτοβουλία των επιχειρήσεων