DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing out of | all forms | exact matches only | in specified order only
EnglishGreek
carrying out of sentenceεκτέλεση της ποινής
group insurance taken out by the head of an enterprise on behalf of his employeesομαδική ασφάλιση από τη διοίκηση μιας επιχείρησης για λογαριασμό των απασχολουμένων
hours of work actually carried outπραγματικές ώρες εργασίας
income out of the profitsεισόδημα από τα κέρδη
Multiannual programme of studies, surveys and services to be carried out in the field of Community statisticsΠολυετές πρόγραμμα ερευνών,εκπόνησης μελετών και παροχής υπηρεσιών στο τομέα της στατιστικής που θα διενεργηθούν σε Κοινοτικό επίπεδο
out-of-sample testδοκιμή εκτός δείγματος
out-of-season productionπαραγωγή εκτός εποχής
recording of out-of-the-market transactionsκαταχώρηση των εκτός της αγοράς συναλλαγών
such measures shall not prejudice the attainment of the objectives set outτα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται
value of work in progress carried out during the periodαξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου