DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing open | all forms | exact matches only
EnglishGreek
agreement open for acceptanceσυμφωνία που προσφέρεται προς αποδοχή
open access publishingεκδόσεις ανοικτής πρόσβασης
open ballotφανερή ψηφοφορία
open inflationανοικτός πληθωρισμός
open international trading systemανοιχτό σύστημα διεθνών συναλλαγών
open marketελεύθερη αγορά
open market economyοικονομία της ανοιχτής αγοράς
open market economy with free competitionοικονομία της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό
open market operation in government securitiesπράξη ανοικτής αγοράς επί κρατικών χρεογράφων
open-market policyπολιτική ανοιχτής αγοράς
open market policyπολιτική ανοιχτής αγοράς
open method of coordinationανοικτή μέθοδος συντονισμού
open sectorτομέας των εμπορεύσιμων αγαθών
open source softwareλογισμικό ανοικτού κώδικα
open tradeανοικτό εμπόριο
open trading systemανοικτό σύστημα συναλλαγών
open unemploymentδηλωμένη ανεργία
open unemploymentανοικτή ανεργία
open universityανοικτό πανεπιστήμιο
open world trading systemπαγκόσμιο σύστημα ελεύθερων συναλλαγών
principle of an open market with free competitionοικονομία της ανοικτής αγοράς με ελέυθερο ανταγωνισμό
system of open and competitive marketsσύστημα ανοιχτών και ανταγωνιστικών αγορών
the Council shall authorise the Commission to open such negotiationsτο Συμβούλιο εξουσιοδοτεί την Eπιτροπή να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις