DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing long-term | all forms | exact matches only | in specified order only
EnglishGreek
long term bondμακροπρόθεσμη ομολογία
long term prime rateμακροπρόθεσμα επιδοτούμενο επιτόκιο
long term ratingμακροπρόθεσμη αξιολόγηση
long-term creditμακροπρόθεσμη πίστωση
long-term financingμακροπρόθεσμη χρηματοδότηση
long-term forecastμακροπρόθεσμη πρόβλεψη
long-term industrial holdingμακροπρόθεσμη συμμετοχή στο βιομηχανικό τομέα
long-term liabilitiesμακροπρόθεσμο παθητικό' μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις
long-term movement in prices and volumeμακροχρόνια κίνηση των τιμών και του όγκου
long-term trendμακροχρόνια τάση
long-term unemploymentμακροχρόνια ανεργία
medium and long term assets vis-à-vis the rest of the worldμεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής
medium and long term loansμεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια
medium and long term trade creditμεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εμπορικές πιστώσεις
other medium and long term loansλοιπά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια
the long-term planning of manufactureμακροπρόθεσμος προσανατολισμός της βιομηχανικής παραγωγής
transaction with medium- or long-term coverπράξη μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης κάλυψης
usual terms of medium and long term loansσυνήθεις προθεσμίες των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων δανείων