Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Esperanto
French
German
Greek
Hungarian
Italian
Japanese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Economy
containing
first
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
aggregates in the
first
category
συνολικά μεγέθη της πρώτης κατηγορίας
first
aid
πρώτες βοήθειες
first
commercial exploitation
πρώτη εμπορική εκμετάλλευση
first
commercial production unit
μονάδα πρώτης εμπορικής παραγωγής
first
cost
αρχικό κόστος
first
cost
αρχική τιμή
first
holder
πρώτος κάτοχος
first
job
πρώτη απασχόληση
first
Lomé Convention
σύμβαση Λομέ Ι
first
loss tranche
τμήμα πρωτεύουσας ζημίας
first
price
αρχική τιμή
first
price
τιμή κόστους
first
price
αρχικό κόστος
first
price
κόστος
first
stage of EMU
πρώτη φάση της ΟΝΕ
first
-stop-shop
πρώτο σημείο πρόσβασης στην πληροφόρηση
First
World War
Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος
first
year rate of return
δείκτης άμεσης ανταποδοτικότητας
the
first
move towards price alignment referred to in Article 52
η πρώτη προσέγγιση τιμών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 52
"Think small
first
" principle
αρχή "Σκέψου πρώτα σε μικρή κλίμακα"
time the
first
payment is made
χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη πληρωμή
time the
first
transfer of a financial asset is made
χρονική στιγμή που πραγματοποιείται η πρώτη μεταβίβαση μιας απαίτησης
Get short URL