DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Economy containing a vue | all forms | in specified order only
FrenchGreek
accroissement des avoirs à vue exprimés dans la monnaie nationale du tireurαύξηση των απαιτήσεων όψης στο εθνικό νόμισμα των μονάδων που πραγματοποιούν αναλήψεις
autres créances à vue et à court termeλοιπές απαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις
avoirs à vue en devisesαπαιτήσεις όψης σε ξένο νόμισμα
Comité pour l'aide aux pays en voie de développement non associésεπιτροπή βοήθειας προς τις μη συνδεδεμένες αναπτυσσόμενες χώρες
créances à vue et à court terme vis-à-vis du reste du mondeαπαιτήσεις όψης και βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις έναντι της αλλοδαπής
dépôt d'épargne à vue en monnaie nationaleαποταμιευτική κατάθεση όψης σε εθνικό νόμισμα
dépôt à vue transférableμεταβιβάσιμη κατάθεση όψης
dépôts à vue transférables libellés en monnaie nationaleμεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα
engagements à vue et à court terme,en devises et en monnaie nationaleυποχρεώσεις όψης και βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις σε ξένο συνάλλαγμα και σε εθνικό νόμισμα
faculté d'exercer des retraits à vue jusqu'à un plafond maximumεπιτρέπω αναλήψεις έως ένα ανώτατο όριο
garde à vueπροφυλάκιση
numéraire et dépôts à vue transférables en monnaie nationaleχρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα
numéraire et dépôts à vue transférables en monnaie étrangèreχρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε ξένο νόμισμα
soldes d'opérations à vue entre institutions de créditυπόλοιπα των συναλλαγών όψης ανάμεσα σε πιστωτικά ιδρύματα