DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing Out | all forms | exact matches only
EnglishGreek
activities carried out by a workerδραστηριότητες εργαζομένου
carrying out of sentenceεκτέλεση της ποινής
to continue carrying out its activitiesσυνεχίζω να ασκώ τις δραστηριότητές μου
"crowding-out" effectπαραγκωνισμός
free in and outαπό κατάστρωμα σε κατάστρωμα
group insurance taken out by the head of an enterprise on behalf of his employeesομαδική ασφάλιση από τη διοίκηση μιας επιχείρησης για λογαριασμό των απασχολουμένων
hours of work actually carried outπραγματικές ώρες εργασίας
income out of the profitsεισόδημα από τα κέρδη
lead outγράφω σε κάθε δεύτερη γραμμή
lead outτοποθετώ διάστιχα
lead outδιαστιχώνω
lead outγράφω μεταξύ των γραμμών
leveraged buy-outμοχλευμένη εξαγορά
Multiannual programme of studies, surveys and services to be carried out in the field of Community statisticsΠολυετές πρόγραμμα ερευνών,εκπόνησης μελετών και παροχής υπηρεσιών στο τομέα της στατιστικής που θα διενεργηθούν σε Κοινοτικό επίπεδο
"no bail-out" clauseρήτρα της μη συνυπευθυνότητας
"no bail-out" clauseκανόνας του "no bail-out"
"no bail-out" clauseαρχή της "μη συνυπευθυνότητας"
"no bail-out" principleκανόνας του "no bail-out"
"no bail-out" principleαρχή της "μη συνυπευθυνότητας"
"no bail-out" principleρήτρα της μη συνυπευθυνότητας
"no bail-out" ruleκανόνας του "no bail-out"
"no bail-out" ruleαρχή της "μη συνυπευθυνότητας"
"no bail-out" ruleρήτρα της μη συνυπευθυνότητας
opt-out clauseρήτρα απαλλαγής
out-of-sample testδοκιμή εκτός δείγματος
out-of-season productionπαραγωγή εκτός εποχής
putting out to competitionπροκήρυξη διαγωνισμού
recording of out-of-the-market transactionsκαταχώρηση των εκτός της αγοράς συναλλαγών
such measures shall not prejudice the attainment of the objectives set outτα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται
the work is to be carried out by the undertaking with its own resourcesοι εργασίες πραγματοποιούνται με ίδια μέσα της επιχειρήσεως
value of work in progress carried out during the periodαξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου