Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Chinese
Danish
Dutch
English
Esperanto
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Economy
containing
Out
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
activities carried
out
by a worker
δραστηριότητες εργαζομένου
carrying
out
of sentence
εκτέλεση της ποινής
to
continue carrying
out
its activities
συνεχίζω να ασκώ τις δραστηριότητές μου
"crowding-
out
" effect
παραγκωνισμός
free in and
out
από κατάστρωμα σε κατάστρωμα
group insurance taken
out
by the head of an enterprise on behalf of his employees
ομαδική ασφάλιση από τη διοίκηση μιας επιχείρησης για λογαριασμό των απασχολουμένων
hours of work actually carried
out
πραγματικές ώρες εργασίας
income
out
of the profits
εισόδημα από τα κέρδη
lead
out
γράφω σε κάθε δεύτερη γραμμή
lead
out
τοποθετώ διάστιχα
lead
out
διαστιχώνω
lead
out
γράφω μεταξύ των γραμμών
leveraged buy-
out
μοχλευμένη εξαγορά
Multiannual programme of studies, surveys and services to be carried
out
in the field of Community statistics
Πολυετές πρόγραμμα ερευνών,εκπόνησης μελετών και παροχής υπηρεσιών στο τομέα της στατιστικής που θα διενεργηθούν σε Κοινοτικό επίπεδο
"no bail-
out
" clause
ρήτρα της μη συνυπευθυνότητας
"no bail-
out
" clause
κανόνας του "no bail-out"
"no bail-
out
" clause
αρχή της "μη συνυπευθυνότητας"
"no bail-
out
" principle
κανόνας του "no bail-out"
"no bail-
out
" principle
αρχή της "μη συνυπευθυνότητας"
"no bail-
out
" principle
ρήτρα της μη συνυπευθυνότητας
"no bail-
out
" rule
κανόνας του "no bail-out"
"no bail-
out
" rule
αρχή της "μη συνυπευθυνότητας"
"no bail-
out
" rule
ρήτρα της μη συνυπευθυνότητας
opt-
out
clause
ρήτρα απαλλαγής
out
-of-sample test
δοκιμή εκτός δείγματος
out
-of-season production
παραγωγή εκτός εποχής
putting
out
to competition
προκήρυξη διαγωνισμού
recording of
out
-of-the-market transactions
καταχώρηση των εκτός της αγοράς συναλλαγών
such measures shall not prejudice the attainment of the objectives set
out
τα μέτρα αυτά δεν επιτρέπεται να θίγουν τους στόχους που αναφέρονται
the work is to be carried
out
by the undertaking with its own resources
οι εργασίες πραγματοποιούνται με ίδια μέσα της επιχειρήσεως
value of work in progress carried
out
during the period
αξία των εργασιών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου
Get short URL