DictionaryForumContacts

   Italian
Terms for subject Economy containing N | all forms | exact matches only
ItalianGreek
impianti industriali n.s.aπλήρεις βιομηχανικές εγκαταστάσεις,μ.α.κ.
nel caso di acquisto a rate,il momento di registrazione è quello della consegna dei beniστην περίπτωση των αγορών με δόσεις,ο χρόνος καταχώρησης είναι η στιγμή παράδοσης των αγαθών
prime rateβασικό επιτόκιο
prodotti finiti diversi n.s.aδιάφορα βιομηχανικά είδη,μ.α.κ.
strumenti ed apparecchiature professionali,scientifiche e di controllo n.s.a.όργανα και συσκευές,επαγγελματικές,επιστημονικές και ελέγχου,μ.α.κ.
vendita a rateπώληση με τμηματική καταβολή του τιμήματος
vendita a rateχρηματοδοτική μίσθωση