DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing Independent | all forms | exact matches only
EnglishGreek
capital grants to public enterprises recognized as independent legal entitiesεπιχορηγήσεις κεφαλαίου σε δημόσιες επιχειρήσεις που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα
capital invested in co-operative societies recognized as independent legal entitiesκεφάλαιο επενδυόμενο σε συνεταιρισμούς που αναγνωρίζονται ως ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα
capital invested in ordinary or limited partnerships recognized as independent legal entitiesκεφάλαιο που επενδύεται σε προσωπικές εταιρείες που αναγνωρίζονται ωε ανεξάρτητα νομικά πρόσωπα
Commonwealth of Independent StatesΚοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών
independent activityανεξάρτητη δραστηριότητα
independent activityανεξάρτητη εργασία
independent activityανεξάρτητη απασχόληση
independent auditingανεξάρτητοι ελεγκτές
independent developing Commonwealth countriesοι αναπτυσσόμενες ανεξάρτητες χώρες της Kοινοπολιτείας
independent retailerανεξάρτητο εμπόριο
independent review procedureδιαδικασία ανεξάρτητης εξέτασης
independent trade expertανεξάρτητος εμπορικός εμπειρογνώμονας
Productivity Initiative Programme for the New Independent States and MongoliaΠρόγραμμα πρωτοβουλιών για την αύξηση της παραγωγικότητας στα Νέα Ανεξάρτητα Κράτη και τη Μογγολία
Programme to promote economic reform and recovery in the New Independent States and MongoliaΠρόγραμμα για την προώθηση της οικονομικής μεταρρύθμισης και ανάκαμψης στα Νέα Ανεξάρτητα Κράτη και τη Μογγολία
Report of the Independent Commission on International Development Issues`Eκθεση της Aνεξάρτητης Eπιτροπής για Διεθνή Aναπτυξιακά Θέματα