Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Afrikaans
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Uzbek
Terms
for subject
Economy
containing
Food
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
advisory group on the
food
chain and animal and plant health
Συμβουλευτική ομάδα για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων και των φυτών
artificial
food
colouring
συνθετική χρωστική ουσία τροφίμων
baby
food
παιδικές τροφές
clothing and
food
provided for the armed forces and purchased by general government
ρουχισμός και τρόφιμα που προορίζονται για τις ένοπλες δυνάμεις και που αγοράζονται από το δημόσιο
cofinancing operation for the purchase of
food
products
συγχρηματοδότηση αγορών επισιτιστικών προϊόντων
Consumers, Health and
Food
Executive Agency
Εκτελεστικός Οργανισμός για τους Καταναλωτές, την Υγεία και τα Τρόφιμα
European
Food
Safety Authority
Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων
food
additive
πρόσθετα τροφίμων
food
aid
επισιτιστική βοήθεια
Food
and Veterinary Office
Γραφείο Τροφίμων και Κτηνιατρικών Θεμάτων
Food
Bases project
έργο βάσεων τροφίμων
food
cereals
δημητριακό διατροφής
food
colouring
χρωστική ουσία τροφίμων
food
consumption
κατανάλωση τροφίμων
food
contamination
ρύπανση των τροφίμων
food
emulsifier
γαλακτωματοποιητής τροφίμων
food
expenditure
δαπάνη διατροφής
food
fat
εδώδιμο λίπος
food
hygiene
υγιεινή τροφίμων
food
industry
βιομηχανία τροφίμων
food
inspection
εποπτεία των τροφίμων
food
policy
επισιτιστική πολιτική
food
preserving
συντήρηση τροφίμων
food
price
τιμή τροφίμων
food
processing
μεταποίηση τροφίμων
food
production
παραγωγή τροφίμων
food
resources
επισιτιστικοί πόροι
food
safety
ασφάλεια των τροφίμων
food
self-sufficiency
επισιτιστική αυτάρκεια
food
shortage
έλλειψη τροφίμων
food
sovereignty
επισιτιστική κυριαρχία
food
standard
κανόνας διατροφής
food
substitute
υποκατάστατο τροφίμου
food
supplement
συμπλήρωμα διατροφής
food
supply
εφοδιασμός τροφίμων
food
surpluses
πλεονάσματα τροφίμων
food
technology
τεχνολογία τροφίμων
International Emergency
Food
Reserve
διεθνές επισιτιστικό απόθεμα επείγουσας ανάγκης
International Emergency
Food
Reserve
Διεθνές Επισιτιστικό Απόθεμα Εκτάκτων Αναγκών
natural
food
colouring
φυσική χρωστική ουσία
pet
food
τροφές οικιακών ζώων συντροφιάς
processed
food
product
σύνθετο προϊόν διατροφής
programme for distribution of
food
free of charge
κοινωνικό πρόγραμμα δωρεάν διανομής
public stock-holding for
food
security purposes
δημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας
self-sufficiency in
food
επισιτιστική ανεξαρτησία
storage of
food
αποθήκευση τροφίμων
World
Food
Programme
παγκόσμιο επισιτιστικό πρόγραμμα
Get short URL