DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Economy containing Credit | all forms
FrenchGreek
accord de crédit stand-byπιστωτική συμφωνία stand-by
accord de crédits croisésσυμφωνία swap
agrément d'établissement de créditάδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος
assainissement et liquidation des établissements de créditεξυγίανση και εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων
assurance-créditασφάλιση πιστώσεων
autres crédits à court termeλοιπά βραχυπρόθεσμα δάνεια
autres crédits à moyen et long termeλοιπά μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια
conditions usuelles des crédits à moyen et long termeσυνήθεις προθεσμίες των μεσοπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων δανείων
contracter des crédits bancaires au bénéfice du capital d'exploitationχορηγώ τραπεζικές πιστώσεις για κεφάλαιο κινήσεως
contrôle de créditέλεγχος πίστεως
convention de crédit-acheteurσυμφωνία πίστωσης αγοραστή
coopérative de créditπιστωτικός συνεταιρισμός
coût du créditπιστωτικό κόστος
croissance du créditαύξηση του δανεισμού
crédit a court termeβραχυπρόθεσμο δάνειο
crédit acheteurπίστωση σε αγοραστές
crédit agricoleαγροτική πίστη
crédit-bailχρηματοδοτική πίστωση; χρηματοδοτική μίσθωση; λήζινγκ
crédit budgétaireπιστώσεις προϋπολογισμού
crédit commercialεμπορική πίστη
crédit commercial à court termeβραχυπρόθεσμη εμπορική πίστωση
crédit consenti par le fournisseurπίστωση σε προμηθευτές
crédit consenti par le fournisseurεμπορικές πιστώσεις
crédit croiséδιασταυρούμενες πιστώσεις
crédit d'appointπίστωση stand-by
crédit de caisse permanentλογαριασμός ανακυκλούμενης πίστωσης
crédit de confirmationπίστωση stand-by
crédit d'investissementεπενδυτικές πιστώσεις
crédit documentaireενέγγυος πίστωση
crédit en faveur du développement technologiqueπίστωση για τεχνολογική ανάπτυξη
crédit fournisseurεμπορικές πιστώσεις
crédit fournisseurπίστωση σε προμηθευτές
crédit gratuitάτοκη πίστωση
crédit immobilierκτηματική πίστη
crédit industrielβιομηχανική πίστη
crédit internationalδιεθνής πίστη
crédit provisionnelπροσωρινή πίστωση
crédit provisionnelπροσωρινές πιστώσεις
crédit-relaisενδιάμεση πίστωση
crédit réutiliséεπαναχρησιμοποιημένη πίστωση
crédit à court termeβραχυπρόθεσμη πίστωση
crédit à découvertακάλυπτη πίστωση
crédit à la consommationκαταναλωτική πίστη
crédit à l'exportationεξαγωγικές πιστώσεις
crédit à l'importationεισαγωγικές πιστώσεις
crédit à long termeμακροπρόθεσμη πίστωση
crédit à moyen termeμεσοπρόθεσμη πίστωση
crédit à un compte bloquéπίστωση σε δεσμευμένο λογαριασμό
crédits accordés dans le cadre de l'extended fund facilityπιστώσεις που χορηγούνται από πρόσθετους πόρους
crédits commerciaux à moyen et a long termeμεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εμπορικές πιστώσεις
crédits d'une ligne budgétaire particulièreπιστώσεις μιας ειδικής γραμμής του προϋπολογισμού
crédits pour engagementsΠιστώσεις για Αναλήψεις Υποχρεώσεων
crédits à court terme entre résidentsβραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων
crédits à court terme entre résidents et non-résidentsβραχυπρόθεσμα δάνεια μεταξύ μόνιμων κατοίκων και μη μόνιμων κατοίκων
crédits à moyen et long termeμεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δάνεια
crédits à moyen terme mobilisablesανανεούμενα μεσοπρόθεσμα δάνεια
demande de créditζήτηση πιστώσεων; χορήγηση πιστώσεων
encadrement du créditέλεγχος πίστεως
encadrement du créditπιστωτικός έλεγχος
exposition de créditχρηματοδοτικό άνοιγμα
facilité de crédit à très court termeλίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση
garantie de créditεγγύηση πίστωσης
garantie de crédit à l'exportation avec le soutien de l'Etatεγγυώμαι με την ενίσχυση του κράτους
garantie de crédit à l'exportation pour le compte de l'Etatασφάλιση εξαγωγικής πίστωσης ή εγγύηση για λογαριασμό του κράτους
groupe sur les crédits et garanties de crédit à l'exportationομάδα του ΟΟΣΑ για τις εξαγωγικές πιστώσεις και τις εγγυήσεις πιστώσεων
inflation de créditπιστωτικός πληθωρισμός
institution de crédit créancière des prêtsπιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί το δάνειο
l'Ecu sert de dénominateur pour les opérations relevant du mécanisme d'intervention et du mécanisme de créditτο ECU χρησιμεύει ως λογιστικό μέγεθος για τις πράξεις στα πλαίσια του μηχανισμού παρέμβασης και του πιστωτικού μηχανισμού
ligne de crédit de préventionπιστωτικό όριο έκτακτης ανάγκης
ligne de crédit préventiveπιστωτικό όριο έκτακτης ανάγκης
motif de chaque reconstitution de créditsλόγος για κάθε επανασύσταση πιστώσεων
mécanisme de crédits pétroliers du FMIευκολία πετρελαίου' πετρελαϊκές διευκολύνσεις' μηχανισμός πιστώσεων για την αντιμετώπιση της πετρελαϊκής κρίσης
mécanisme des crédits pétroliersευκολία πετρελαίου' πετρελαϊκές διευκολύνσεις' μηχανισμός πιστώσεων για την αντιμετώπιση της πετρελαϊκής κρίσης
mécanisme élargi de créditδιευρυμένος πιστωτικός μηχανισμός
octroi de crédits à l'économieδανειακή ροή στην οικονομία
opération de crédit à l'exportationεξαγωγική πίστωση
opérations de créditσυναλλαγές πιστώσεων
opérations de créditπιστωτικές εργασίες
ouvertures de créditάνοιγμα πιστώσεων
plafonds pour l'octroi de créditsανώτατα όρια για τη χορήγηση πιστώσεων' ανώτατα όρια πιστώσεων
police d'assurance créditσυμβόλαιο ασφάλισης πίστωσης
politique de créditsπιστωτική πολιτική
politique du créditπιστωτική πολιτική
reconstitution de créditsανασύσταση των πιστώσεων
relations de crédit entre le tireur et le tiréσυναλλαγές ανάμεσα στον εκδότηδηλ.τον αρχικό πιστωτήκαι τον αποδέκτητον αρχικό οφειλέτη
report de créditμεταφορά πιστώσεων
services de crédit et d'assuranceπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες
soldes d'opérations à vue entre institutions de créditυπόλοιπα των συναλλαγών όψης ανάμεσα σε πιστωτικά ιδρύματα
sous-estimation des créditsυποτίμηση των πιστώσεων
sous-exécution de créditυστέρηση στη χρησιμοποίηση των κονδυλίων
sous-secteur autres institutions de créditυποτομέας λοιπά πιστωτικά ιδρύματα
spécialisation des créditsειδικότητα των πιστώσεων
spécialisation des créditsειδικότητα
système de crédits agricolesσύστημα γεωργικής πίστης
système public d'assurance crédit à l'exportationεπίσημο σύστημα ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων
titre de créditπιστωτικός τίτλος
utilisation de crédits accordés par le Fondsχρήση των πιστώσεων του Tαμείου
établissement de créditπιστωτικό ίδρυμα
établissement de crédit publicδημόσιο πιστωτικό ίδρυμα