DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing Consolidated | all forms | exact matches only
EnglishGreek
additional consolidated lossσυνολική πρόσθετη ζημία
assets and liabilities corresponding to consolidated clearing balancesαπαιτήσεις και υποχρεώσεις που αντιστοιχούν σε ενοποιημένα υπόλοιπα clearing
to be consolidated for purposes of prudential returnsδιατηρώ ενοποιημένους λογαριασμούς για λόγους εποπτείας
consolidate the estimates in a preliminary draft budgetσυγκεντρώνω τις καταστάσεις των προβλεπόμενων εξόδων σε προσχέδιο προϋπολογισμού
consolidate the short-term debtπαγιοποιώ το βραχυπρόθεσμο χρέος' αναδιατάσσω το βραχυπρόθεσμο χρέος
consolidated accountενοποιημένος λογαριασμός
consolidated funds flow statementενοποιημένος πίνακας χρηματοδότησης
consolidated funds flow statementενοποιημένος πίνακας προέλευσης και χρήσης των πόρων
consolidated funds statementενοποιημένος πίνακας χρηματοδότησης
consolidated funds statementενοποιημένος πίνακας προέλευσης και χρήσης των πόρων
consolidated net worthκαθαρή περιουσία του ομίλου
consolidated net worthκαθαρή θέση του ομίλου
consolidated notificationσυγκεντρωτικές πληροφορίες
consolidated results of operationsαποτέλεσμα του ομίλου
consolidated shareholders'equityκαθαρή θέση του ομίλου
consolidated shareholders'equityκαθαρή περιουσία του ομίλου
consolidated statement of source and application of fundsενοποιημένος πίνακας χρηματοδότησης
consolidated statement of source and application of fundsενοποιημένος πίνακας προέλευσης και χρήσης των πόρων
non-consolidated companyμη ενοποιημένη εταιρεία
rate of return on consolidated own fundsποσοστό αποδοτικότητας ενοποιημένων ιδίων κεφαλαίων