Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
English
⇄
Arabic
Bulgarian
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Esperanto
Estonian
Finnish
French
German
Greek
Hungarian
Irish
Italian
Japanese
Kazakh
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Scottish Gaelic
Serbian Latin
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Ukrainian
Uzbek
Yoruba
Terms
for subject
Economy
containing
Commercial
|
all forms
|
exact matches only
English
Greek
activities of an industrial character:activities.of a
commercial
character
βιομηχανικές δραστηριότητες-εμπορικές δραστηριότητες
Agreement respecting Normal Competitive Conditions in the
Commercial
Shipbuilding and Repair Industry
Συμφωνία σχετικά με την τήρηση ομαλών συνθηκών ανταγωνισμού στον κλάδο ναυπήγησης και επισκευής εμπορικών πλοίων
commercial
arbitration
εμπορική διαιτησία
commercial
bank
εμπορική τράπεζα
commercial
bills
εμπορικό χρεόγραφο
commercial
bills
εμπορικό γραμμάτιο
commercial
code
Εμπορικός Kώδικας
commercial
competition
εμπορικός ανταγωνισμός
commercial
contract
εμπορική σύμβαση
commercial
court
εμποροδικείο
commercial
drain
εμπορεύσιμος μείωσις
commercial
education
εμπορική εκπαίδευση
commercial
farm
εμπορική εκμετάλλευση
commercial
farming
γεωργία για εμπορικούς σκοπούς
commercial
forest land
εμπορεύσιμον δάσος
commercial
forestry
οικονομική εκμετάλλευση των δασών
commercial
forestry
εμπορική δασοκομία
commercial
height
εμπορεύσιμον ύψος
commercial
holding
συμμετοχή σε εμπορική επιχείρηση
commercial
law
εμπορικό δίκαιο
commercial
media
εμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
commercial
operation
εμπορική λειτουργία
commercial
operations abroad
εμπορική παρουσία στο εξωτερικό
commercial
paper
εμπορικό γραμμάτιο
commercial
paper
εμπορικό χρεόγραφο
commercial
presence
εμπορική παρουσία
commercial
terms
εμπορικοί όροι
commercial
transaction
εμπορική πράξη
commercial
transactions
εμπορικές συναλλαγές; εμπορικές πράξεις
commercial
treaty
εμπορική σύμβαση
commercial
vehicle
όχημα δημοσίας χρήσεως
common
commercial
policy
κοινή εμπορική πολιτική
Convention on jurisdiction and foreign judgments in civil and
commercial
matters
Σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και τις αλλοδαπές αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών διαφορών
euro-
commercial
paper
χρεόγραφα εκπεφρασμένα σε ευρώ
firm governed by
commercial
law
εμπορική εταιρεία
first
commercial
exploitation
πρώτη εμπορική εκμετάλλευση
first
commercial
production unit
μονάδα πρώτης εμπορικής παραγωγής
Framework Agreement for
Commercial
and Economic Cooperation between the European Communities and Canada
Συμφωνία-πλαίσιο εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καναδά
hived-off
commercial
asset
διαχωρισθέντα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία
in accordance with honest practices in industrial or
commercial
matters
σύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο
international
commercial
arbitration
διεθνής εμπορική διαιτησία
International
Commercial
Terms
Διεθνείς Εμπορικοί 'Οροι
Joint Committee on Trade and
Commercial
and Economic Cooperation
μικτή επιτροπή για το εμπόριο και την εμπορική και οικονομική συνεργασία
loan bearing
commercial
interest rate
δάνειο εξοφλητέο με το επιτόκιο της αγοράς
non-
commercial
sector
μη εμπορικός τομέας
non-preferential
commercial
policy instrument
μη προτιμησιακή πράξη εμπορικής πολιτικής
proposed
commercial
agreements or arrangements having similar effect
σχέδια εμπορικών συμφωνιών ή διευθετήσεων αναλόγου αποτελέσματος
protection of industrial and
commercial
property
προστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας
public non-
commercial
use
χρήση εκ μέρους των κρατικών αρχών για σκοπούς μη εμπορικούς
reduced
commercial
capacity
μείωση του εμπορικού δυναμικού
reduction in its
commercial
presence
συρρίκνωση της παρουσίας στην αγορά
services provided by
commercial
agents and correspondents and by brokers
υπηρεσίες που παρέχονται από εμπορικούς αντιπροσώπους,ανταποκριτές και μεσίτες
surreptitious audiovisual
commercial
communication
συγκεκαλυμμένη διαφήμιση
surreptitious audiovisual
commercial
communication
γκρίζα διαφήμιση
unfair
commercial
use
αθέμιτη επιχειρηματική πρακτική
wide
commercial
outlets
ευρείες αγορές διαθέσεως
Get short URL