DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Economy containing Commercial | all forms | exact matches only
EnglishGreek
activities of an industrial character:activities.of a commercial characterβιομηχανικές δραστηριότητες-εμπορικές δραστηριότητες
Agreement respecting Normal Competitive Conditions in the Commercial Shipbuilding and Repair IndustryΣυμφωνία σχετικά με την τήρηση ομαλών συνθηκών ανταγωνισμού στον κλάδο ναυπήγησης και επισκευής εμπορικών πλοίων
commercial arbitrationεμπορική διαιτησία
commercial bankεμπορική τράπεζα
commercial billsεμπορικό χρεόγραφο
commercial billsεμπορικό γραμμάτιο
commercial codeΕμπορικός Kώδικας
commercial competitionεμπορικός ανταγωνισμός
commercial contractεμπορική σύμβαση
commercial courtεμποροδικείο
commercial drainεμπορεύσιμος μείωσις
commercial educationεμπορική εκπαίδευση
commercial farmεμπορική εκμετάλλευση
commercial farmingγεωργία για εμπορικούς σκοπούς
commercial forest landεμπορεύσιμον δάσος
commercial forestryοικονομική εκμετάλλευση των δασών
commercial forestryεμπορική δασοκομία
commercial heightεμπορεύσιμον ύψος
commercial holdingσυμμετοχή σε εμπορική επιχείρηση
commercial lawεμπορικό δίκαιο
commercial mediaεμπορικό μέσο μαζικής επικοινωνίας
commercial operationεμπορική λειτουργία
commercial operations abroadεμπορική παρουσία στο εξωτερικό
commercial paperεμπορικό γραμμάτιο
commercial paperεμπορικό χρεόγραφο
commercial presenceεμπορική παρουσία
commercial termsεμπορικοί όροι
commercial transactionεμπορική πράξη
commercial transactionsεμπορικές συναλλαγές; εμπορικές πράξεις
commercial treatyεμπορική σύμβαση
commercial vehicleόχημα δημοσίας χρήσεως
common commercial policyκοινή εμπορική πολιτική
Convention on jurisdiction and foreign judgments in civil and commercial mattersΣύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και τις αλλοδαπές αποφάσεις που εκδίδονται επί αστικών και εμπορικών διαφορών
euro-commercial paperχρεόγραφα εκπεφρασμένα σε ευρώ
firm governed by commercial lawεμπορική εταιρεία
first commercial exploitationπρώτη εμπορική εκμετάλλευση
first commercial production unitμονάδα πρώτης εμπορικής παραγωγής
Framework Agreement for Commercial and Economic Cooperation between the European Communities and CanadaΣυμφωνία-πλαίσιο εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του Καναδά
hived-off commercial assetδιαχωρισθέντα εμπορικά περιουσιακά στοιχεία
in accordance with honest practices in industrial or commercial mattersσύμφωνα με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη που ισχύουν στη βιομηχανία και το εμπόριο
international commercial arbitrationδιεθνής εμπορική διαιτησία
International Commercial TermsΔιεθνείς Εμπορικοί 'Οροι
Joint Committee on Trade and Commercial and Economic Cooperationμικτή επιτροπή για το εμπόριο και την εμπορική και οικονομική συνεργασία
loan bearing commercial interest rateδάνειο εξοφλητέο με το επιτόκιο της αγοράς
non-commercial sectorμη εμπορικός τομέας
non-preferential commercial policy instrumentμη προτιμησιακή πράξη εμπορικής πολιτικής
proposed commercial agreements or arrangements having similar effectσχέδια εμπορικών συμφωνιών ή διευθετήσεων αναλόγου αποτελέσματος
protection of industrial and commercial propertyπροστασία της βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας
public non-commercial useχρήση εκ μέρους των κρατικών αρχών για σκοπούς μη εμπορικούς
reduced commercial capacityμείωση του εμπορικού δυναμικού
reduction in its commercial presenceσυρρίκνωση της παρουσίας στην αγορά
services provided by commercial agents and correspondents and by brokersυπηρεσίες που παρέχονται από εμπορικούς αντιπροσώπους,ανταποκριτές και μεσίτες
surreptitious audiovisual commercial communicationσυγκεκαλυμμένη διαφήμιση
surreptitious audiovisual commercial communicationγκρίζα διαφήμιση
unfair commercial useαθέμιτη επιχειρηματική πρακτική
wide commercial outletsευρείες αγορές διαθέσεως