DictionaryForumContacts

   Greek German
Terms for subject Economy containing 2 | all forms
GreekGerman
ένα προ2bόν που δεν έχει ελευθερωθείeine nicht liberalisierte Ware
έξοδα διοχέτευσης ή δαπάνες διοχέτευσης στην αγορά ή στη χώρα προορισμού 2. έξοδα μεταφοράς 3. έξοδα προσεγγίσεως μέχρι τις χώρες προορισμού 4. έξοδα τοποθετήσεως των προϊόντων στη διεθνή αγορά 5. έξοδα αποστολήςVersandkosten
έξοδα διοχέτευσης ή δαπάνες διοχέτευσης στην αγορά ή στη χώρα προορισμού 2. έξοδα μεταφοράς 3. έξοδα προσεγγίσεως μέχρι τις χώρες προορισμού 4. έξοδα τοποθετήσεως των προϊόντων στη διεθνή αγορά 5. έξοδα αποστολήςHeranführungskosten
δια της ευνο2bκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγήςdurch die Beguenstigung bestimmter Unternehmen oder Produktionszweige
καταστάσεις προβλεπόμενων εξόδων 2. προβλέψεις εσόδων και δαπανώνKostenvoranschlag
καταστάσεις προβλεπόμενων εξόδων 2. προβλέψεις εσόδων και δαπανώνHaushaltsvoranschlag
τα εν λόγω προ2bόνταdie in Betracht kommenden Waren
φορολογική έδρα 2. φορολογική κατοικίαSteuersitz