DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing μέσω | all forms
GreekEnglish
δυνατότητα διαφοροποίησης μέσω της χρήσηςdistinctiveness acquired through use
συμφωνία που έχει καταστρατηγηθεί μέσω μεταφόρτωσηςagreement circumvented by trans-shipment
τραπεζικές συναλλαγές μέσω κινητού τηλεφώνουm-banking
τραπεζικές συναλλαγές μέσω κινητού τηλεφώνουmobile banking