Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Commerce
containing
η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
Portuguese
δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς
ή
σημαντικού τμήματός της
uma posição dominante no mercado comum ou numa parte substancial deste
είδος διατροφής χαμηλής
ή
μειωμένης θερμιδικής αξίας
produto alimentar de baixo ou reduzido valor energético
η
ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου
o desenvolvimento do comércio internacional
η
επιστροφή κατά την εξαγωγή
a restituição à exportação
η
σύνταξη και η έκδοση των πιστοποιητικών καταγωγής
o estabelecimento e a emissão de certificados de origem
λήγει
η
ισχύς ενός καθεστώτος
apurar um regime
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά
ή
ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότητας
primeiro chegado, primeiro servido
προïόν με εμπορικό σήμα που αποτελεί αντικείμενο παραποίησης
ή
απομίμησης
mercadoria apresentada sob uma marca de contrafação
πώληση για οικιακή κατανάλωση
ή
σε βιοτεχνίες
venda aos consumidores domésticos ou ao artesanato
Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας
ή
τρίτης χώρας
Comité Consultivo da defesa contra os entraves ao comércio que tenham efeitos no mercado comunitário ou no mercado de um país terceiro
όγκος των πωλήσεων
ή
των αγορών που πραγματοποιούνται από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο
volume das vendas ou das compras do comércio
όμοιο προïόν
ή
απευθείας συναγωνιζόμενο αυτό
produto similar ou produto diretamente concorrente
Get short URL