DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing η | all forms | exact matches only
GreekPortuguese
δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός τηςuma posição dominante no mercado comum ou numa parte substancial deste
είδος διατροφής χαμηλής ή μειωμένης θερμιδικής αξίαςproduto alimentar de baixo ou reduzido valor energético
η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίουo desenvolvimento do comércio internacional
η επιστροφή κατά την εξαγωγήa restituição à exportação
η σύνταξη και η έκδοση των πιστοποιητικών καταγωγήςo estabelecimento e a emissão de certificados de origem
λήγει η ισχύς ενός καθεστώτοςapurar um regime
"ο πρώτος αφιχθείς εξυπηρετείται πρώτος"; "εξυπηρετείται πρώτος αυτός που φθάνει πρώτος". διαδικασία κατά χρονολογική σειρά ή ακολουθία; διαδικασία κατά χρονολογική σειρά προτεραιότηταςprimeiro chegado, primeiro servido
προïόν με εμπορικό σήμα που αποτελεί αντικείμενο παραποίησης ή απομίμησηςmercadoria apresentada sob uma marca de contrafação
πώληση για οικιακή κατανάλωση ή σε βιοτεχνίεςvenda aos consumidores domésticos ou ao artesanato
Συμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας ή τρίτης χώραςComité Consultivo da defesa contra os entraves ao comércio que tenham efeitos no mercado comunitário ou no mercado de um país terceiro
όγκος των πωλήσεων ή των αγορών που πραγματοποιούνται από το χονδρικό και λιανικό εμπόριοvolume das vendas ou das compras do comércio
όμοιο προïόν ή απευθείας συναγωνιζόμενο αυτόproduto similar ou produto diretamente concorrente