Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Russian
Terms
for subject
Commerce
containing
εντός
|
all forms
Greek
English
δεσπόζουσα θέση
εντός
της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της
a dominant position within the common market or in a substantial part of it
επί του αεροσκάφους'
εντός
του αεροσκάφους
inboard
επί του αεροσκάφους'
εντός
του αεροσκάφους
on shipboard
επί του αεροσκάφους'
εντός
του αεροσκάφους
onboard
επί του αεροσκάφους'
εντός
του αεροσκάφους
aboard
οίνος ποιότητας παραγόμενος
εντός
καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή
quality wine psr
οίνος ποιότητας παραγόμενος
εντός
καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή
quality wine produced in a specific region
Get short URL