DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Commerce containing εντός | all forms
GreekEnglish
δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός τηςa dominant position within the common market or in a substantial part of it
επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφουςinboard
επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφουςon shipboard
επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφουςonboard
επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφουςaboard
οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχήquality wine psr
οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχήquality wine produced in a specific region