DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Commerce containing A | all forms | exact matches only
EnglishGreek
a dominant position within the common market or in a substantial part of itδεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της
Advisory Committee on protection against obstacles to trade that have an effect on the market of the Community or of a third country TBRΣυμβουλευτική επιτροπή για την άμυνα κατά των εμποδίων στο εμπόριο που έχουν συνέπειες για την αγορά της Κοινότητας ή τρίτης χώρας
Committee for implementation of the decision establishing a general framework for financing Community actions in support of consumer policy for the years 2004 to 2007Επιτροπή για την εφαρμογή της απόφασης σχετικά με τη θέσπιση γενικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση των κοινοτικών ενεργειών υπέρ της πολιτικής για τους καταναλωτές για τα έτη 2004-2007
Convention relating to a Uniform Law on the International Sale of GoodsΣύμβαση περί ενιαίου νόμου για τη διεθνή πώληση ενσώματων κινητών πραγμάτων
date of minimum durability of a foodημερομηνία της ελάχιστης διάρκειας διατήρησης
date of minimum durability of a foodημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας
decision establishing an infringement and imposing a fineκαταδικαστική απόφαση με πρόστιμο
to discharge a procedureλήγει η ισχύς ενός καθεστώτος
distribution of baby milk by a supermarketδιανομή γάλακτος πρώτης ηλικίας σε μεγάλα καταστήματα
goods entered for a customs procedureεμπορεύματα που έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς
goods originating in a countryεμπορεύματα που κατάγονται από μία χώρα
goods placed under a customs procedureεμπορεύματα που έχουν υπαχθεί σε τελωνειακό καθεστώς
issuance of a Clean Report of Findings or a note of non-issuanceέκδοση έκθεσης απολογισμού ή σημειώματος που γνωστοποιεί τη μη έκδοση τέτοιας έκθεσης
non-opposition to a notified concentrationΜη διατύπωση αντιρρήσεων σχετικά με κοινοποιηθείσα συγκέντρωση
on-licensed public house with a tie for beerάδεια πωλήσεως ποτών για επιτόπου κατανάλωση
quality wine produced in a specific regionοίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή
resistance to a dart-impact testαντίσταση στη διάτρηση
use of lead acetate as a hair dyeχρησιμοποίηση του οξεικού μολύβδου ως βαφής μαλλιών