DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing πρόσωπο | all forms
GreekEnglish
ειδικός προστατευτικός εξοπλισμός για ολόκληρο το πρόσωποvisor
ειδικός προστατευτικός εξοπλισμός για ολόκληρο το πρόσωποface shield
πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό ως ασκούμενοςperson admitted as a trainee
στεγανή υποστήριξη των σημείων που εφάπτονται στο πρόσωποairtight fit to the face
στεγανότητα στο πρόσωποclose fit to face
φυσικό πρόσωπο εργαζόμενο σε νομικό πρόσωποnatural person working within a legal person