DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing να | all forms | exact matches only
GreekGerman
επαγγελματική επανεκπαίδευση των εργαζομένων που αναγκάζονται να αλλάξουν απασχόλησηUmschulung der Arbeitnehmer,die ihre Beschaeftigung wechseln werden
θέση που πρόκειται να πληρωθείzu besetzender Dienstposten
ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασίαwieder arbeitsfähig sein
Κοινό πρόγραμμα με σκοπό να ευνοηθεί η ανταλλαγή νέων εργαζομένων στην ΚοινότηταGemeinsames Programm zur Förderung des Austausches junger Arbeitskräfte innerhalb der Gemeinschaft
με το σκοπό να ασκούν ορισμένη εργασίαum eine Beschaeftigung auszuueben
οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι εν ανεργία έχουν αναγκασθεί να αλλάξουν κατοικίαdie arbeitslosen Arbeitskraefte sind veranlasst worden,einen neuen Wohnort zu waehlen
οι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότηταdie Arbeitnehmer,die diese Taetigkeit aufzunehmen beabsichtigen
πολιτική για να τονωθεί το ενδιαφέρον του προσωπικούPolitik der Mitarbeitermotivation
το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεωςder Gerichtshof kann dem Mitglied die Ruhegehaltsansprueche aberkennen
υποχρέωση των ανέργων να υπογράφουν καθημερινάVorschrift für das Stempeln