DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing κατά | all forms
GreekFrench
έλλειψη άνεσης και παρενόχληση κατά την εργασίαinconfort et gêne au travail
βελτίωση αρχαιότητας κατά κλιμάκιοbonification d'ancienneté d'échelon
γραμμική κλιμάκωση των αποχωρήσεων κατά τη διάρκεια του έτουςétalement linéaire des départs sur l'année
διαχωρισμός κατά βαθμόségrégation verticale
διαχωρισμός κατά βαθμόségrégation hiérarchique
διαχωρισμός κατά κλιμάκιο ευθύνηςségrégation verticale
διαχωρισμός κατά κλιμάκιο ευθύνηςségrégation hiérarchique
δικαίωμα ως προς την προαγωγή κατά βαθμόvocation à la promotion
εργασία κατά βάρδιεςtravail par équipes successives
εργασία κατά βάρδιεςservice par tour
εργασία με ωράριο κατά το ήμισυ μειωμένοdemi-journée de travail
κατά κύρια απασχόληση κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεωςexploitant agricole à titre principal
κατάρτιση κατά την απασχόλησηformation en cours d'emploi
κατανομή του προσωπικού κατά τομείς δραστηριότηταςventilation des effectifs par domaine d'activité
μικροκλίμα κάτω από την προσωπίδαmicroclimat sous le masque
ποδιά κατά της διάτρησηςtablier anti-perforation
πραγματικές ώρες εργασίας κατά τη διάρκεια του κανονικού ωραρίουheures réellement effectuées pendant les périodes normales de travail
προβλεπόμενος χρόνος κατά τον οποίο θα φοριέταιdurée prévisible du port
προστασία κατά των ατυχημάτωνprotection contre les accidents
Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσειςprogramme visant à améliorer la sécurité, l'hygiène et la santé sur le lieu de travail, en particulier dans les petites et moyennes entreprises
Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσειςProgramme d'action pour la sécurité pour l'Europe
πρόληψη κατά των ατυχημάτωνprévention des accidents
πτώση πίεσης κατά την εισπνοήperte de charge à l'inspiration
σόλα κατά της εφίδρωσηςsemelle anti-transpiration