DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing η | all forms | exact matches only
GreekPortuguese
αερόλυμα όπου η διασκορπισμένη ουσία είναι στερεόaerossol em partículas
απομάκρυνση και θρυμματισμός συντριμμάτων από γυαλί ή κεραμικά υλικάremoção e operação de quebra de cacos
γιλέκο ή ζακέτα προστασίας από τις μηχανικές προσβολέςcolete ou casaco de proteção contra as agressões mecânicas
διά της γνωστοποιήσεως αυτής η θέση καθίσταται κενήesta comunicação determina a abertura de vaga no lugar
διακοπή ή παύση της εργασίαςinterrupção ou cessação de funções
ενίσχυση στη στήριξη δοκού ή τόξουrim
επαγγελματική πίστις ή νομιμοφροσύνηfidelidade profissional
η αμοιβή των εργαζομένωνa remuneração dos trabalhadores
η ελευθέρωση της διακινήσεως των εργαζομένωνa liberalização dos movimentos dos trabalhadores
η θέση της εργατικής τάξηςcondição operária
η κατάσταση της εργατικής τάξηςcondição operária
η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχήςa aquisição do direito às prestações
η συνδρομή του Tαμείου στα έξοδα επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεωςa contribuição do Fundo para as despesas de reconversão profissional
η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνοo contrato pode ser celebrado por tempo determinado ou indeterminado
καθαρίστρια ή καθαριστής ακινήτωνpessoal de limpeza de escritórios
κατ'αποκοπήν μισθός ή ποσόsalário ou montante fixo
Κοινό πρόγραμμα με σκοπό να ευνοηθεί η ανταλλαγή νέων εργαζομένων στην ΚοινότηταPrograma Comum com o objectivo de fomentar Intercâmbio de Jovens Trabalhadores na Comunidade
ο αριθμός,η αμοιβή και η κατανομή των θέσεωνo número,remuneração e distribuição dos empregos
οι συνήθεις βασικοί ή ελάχιστοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέληo salário ou vencimento ordinário,de base ou mínimo,e quaisquer outras regalias
οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέληo salário ou vencimento ordinário,de base ou mínimo,e quaisquer outras regalias
υποδήματα με σύστημα ταχείας απελευθέρωσης των κορδονιών ή των αγγραφώνsapato que se desaperta ou se desata rapidamente
χρονική περίοδος της ημέρας που καταλαμβάνει η εργασίαperíodo de trabalho diurno