DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing εξοπλισμός | all forms
GreekEnglish
απαραίτητος εξοπλισμόςwork equipment
ατομικός εξοπλισμός προστασίαςpersonal protective device
ατομικός εξοπλισμός προστασίαςpersonal protective equipment
ατομικός εξοπλισμός προστασίαςbody protection equipment
ειδικός προστατευτικός εξοπλισμός για ολόκληρο το πρόσωποvisor
ειδικός προστατευτικός εξοπλισμός για ολόκληρο το πρόσωποface shield
εξοπλισμός "αντιπτωτικού τύπου"fall-prevention equipment
εξοπλισμός ασφαλείαςsafety equipment
εξοπλισμός για την προστασία του δέρματοςskin protective equipment
εξοπλισμός επιβίωσηςsurvival kit
εξοπλισμός εργασίαςwork equipment
εξοπλισμός με αναπνευστικές βαλβίδεςrespirator with breathing valves
εξοπλισμός πολλαπλής προστασίαςcombi-protection
εξοπλισμός προστασίας από αιχμηρά αντικείμεναsaw protection
εξοπλισμός προστασίας των κνημώνleg protection device
πλήρης προστατευτικός εξοπλισμόςcombi-protection