DictionaryForumContacts

   French
Terms for subject Labor law containing âge | all forms | exact matches only
FrenchGreek
abaissement de l'âge de la retraite anticipéeμείωση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
abattement d'âgeπερικοπή μισθού λόγω ηλικίας
age limite pour la retraiteόριο συνταξιοδότησης
age limite pour la retraiteηλικία συνταξιοδότησης
age minimum de commissionnementελάχιστο όριο ηλικίας πρόσληψης
agent auxiliaireεπικουρικός υπάλληλος
agent commissionnéμόνιμος υπάλληλος
agent commissionnéμόνιμο στέλεχος
agent contractuelυπάλληλος με σύμβαση
Agent de classementταξινόμος-αρχειοφύλακας
Agent de classementYπάλληλος ταξινομήσεως
agent de fabrication de formes imprimantesκατασκευαστής εκτυπωτικών πλακών
agent de fabrication d'emballagesτεχνίτης κατασκευής προϊόντων συσκευασίας
agent de finition de l'impressionβιβλιοδέτης
agent de maîtriseπροϊστάμενος
agent de maîtriseαρχιεργάτης
agent de niveau appropriéυπάλληλος ενδεδειγμένου επιπέδου
agent de planningτεχνικός μεθόδων παραγωγής
agent de relèveυπάλληλος που παραλαμβάνει υπηρεσία από τον προηγούμενό του
agent de relèveυπάλληλος με βάρδιες
agent de relèveαναλαμβάνων υπάλληλος
agent de répartitionτεχνικός μεθόδων παραγωγής
agent de traitement des cuirs et des peauxβυρσοδέψης
agent du cadre permanentμόνιμος υπάλληλος
agent faisant partie des cadres statuairesυπάλληλος σε οργανική θέση
agent localτοπικός υπάλληλος
agent logéυπάλληλος εγκατεστημένος σε υπηρεσιακό οίκημα
agent ne faisant pas partie des cadres statuairesμη μόνιμος υπάλληλος
agent non titulariséμη μόνιμος υπάλληλος
agent permanentμόνιμος υπάλληλος
agent sous contrat de travailυπάλληλος με σύμβαση
agent sédentaireυπάλληλος σε μόνιμη θέση
agent sédentaireυπάλληλος μόνιμος
agent technique de contrôle de fabricationελεγκτής κατασκευής
agent technique de préparation du travailB + Lτεχνικός μεθόδων παραγωγής
agent titulariséυπάλληλος σε οργανική θέση
clause de redressement progressif de l'âge de la retraiteσυμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησης
commission pour les personnes âgéesεπιτροπή για τους ηλικιωμένους
dispositif de sécurité incorporé à l'age des charruesδιάταξη αασφαλείας ενσωματωμένη στο σταβάρι των αρότρων
déplacement d'un agentμετάθεση υπαλλήλου
exploitation avec agent uniqueένας χειριστής οχήματος
mutation d'office d'un agentμετάθεση υπαλλήλου
population d'âge actifπληθυσμός σε ηλικία εργασίας
population d'âge actifενεργός πληθυσμός
population en âge de travaillerπληθυσμός σε ηλικία εργασίας
âge d'accès à la retraiteσυντάξιμη ηλικία
âge de la préretraiteηλικία πρόωρης συνταξιοδότησης
âge de la retraite différencié selon le sexeκανονική ηλικία συνταξιοδοτήσεως που διαφέρει ανάλογα με το φύλο
âge du départ volontaire à la retraiteηλικία εθελούσιας συνταξιοδότησης
âge du départ volontaire à la retraiteεθελοντική ηλικία συνταξιοδότησης
âge mobile de la retraiteδυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης