French | Greek |
abatteur au marteau-piqueur | πιστολαδόρος-πελεκητής ορυχείων |
absentéisme au lieu de travail | συχνές απουσίες από την εργασία |
absentéisme au lieu de travail | απουσιασμός στον τόπο εργασίας |
accession à un emploi permanent | απασχόληση που απολαμβάνει μονιμότητας |
accès aux activités non-salariées | πρόσβαση σε μη μισθωτές δραστηριότητες |
accès à la formation professionnelle | πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση |
accès à l'emploi | πρόσβαση στην απασχόληση |
accès à un emploi | πρόσβαση σε εργασία |
accéder à un emploi supérieur | προβιβάζομαι |
accéder à un emploi supérieur | καταλαμβάνω μία ανώτερη θέση |
activité contractuelle complémentaire au niveau des entreprises | συμπληρωματική συμβατική δραστηριότητα στο επίπεδο των επιχειρήσεων |
adaptabilité individuelle à l'utilisateur | προσαρμοστικότητα στον κάθε χρήστη |
adaptation à la morphologie de l'utilisateur | προσαρμογή στη σωματική κατασκευή του χρήστη |
adaptation à la tête | εφαρμογή στο κεφάλι |
adapter les salaires à l'inflation réelle | προσαρμογή των μισθών στον πραγματικό δείκτη πληθωρισμού |
admission aux fins de l'exercice d'une activité professionnelle indépendante | εισδοχή για άσκηση ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας |
admission aux fins d'emploi salarié | αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης |
admission à la retraite | χορήγηση σύνταξης |
admission à la retraite | συνταξιοδότηση |
aide de transition à un nouvel emploi | ενίσχυση για τη μετάβαση σε νέα θέση απασχόλησης |
aide forfaitaire au réemploi | κατ'αποκοπή ενίσχυση για επαναπασχόληση |
aide à la création d'activités indépendantes | ενίσχυση για τη δημιουργία δραστηριοτήτων ανεξάρτητων εργαζομένων |
aide à la mutation professionnelle | ενίσχυση για τον επαγγελματικό επαναπροσανατολισμό |
aide à l'embauche | ενίσχυση στις προσλήψεις |
aide à l'embauche de jeunes diplomés | ενίσχυση για την πρόσληψη νέων διπλωματούχων |
aide à l'installation et à la mise au travail | δαπάνες ενισχύσεων για εγκατάσταση και τοποθέτηση σε εργασία |
aller au pointage | εμφανίζομαι στο γραφείο ανεργίας |
altération de la fonction de protection due au vieillissement | μεταβολή των προστατευτικών ιδιοτήτων λόγω παλαίωσης |
appareil de protection respiratoire autonome à circuit fermé, à génération d'oxygène | αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος με μηχανισμό αναπαραγωγής οξυγόνου |
appareil de protection respiratoire autonome à circuit fermé,à oxygène comprimé | αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου πεπιεσμένου οξυγόνου |
appareil de protection respiratoire autonome à circuit fermé,à oxygène liquide | αυτοτελής αναπνευστική συσκευή οξυγόνου κλειστού κυκλώματος τύπου υγρού οξυγόνου |
appareil de protection respiratoire à air libre | συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με λήψη από τον ελεύθερο αέρα |
appareil de protection respiratoire à air libre assisté | υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέρος |
appareil de protection respiratoire à air libre non assisté | μη υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέρος |
appareil de protection respiratoire à air non autonome | μη αυτοτελής αναπνευστική συσκευή |
appareil de protection respiratoire à air non autonome | αναπνευστική συσκευή με προσωπίδα αερογραμμής |
appareil de protection respiratoire à cartouche filtrante | προσωπίδα με φίλτρο τύπου κανίστρου |
appareil de protection respiratoire à cartouche filtrante | διηθητική προσωπίδα |
appareil isolant à circuit fermé | συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με κλειστό κύκλωμαοξυγόνο |
appareil isolant à circuit ouvert | συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με ανοικτό κύκλωμααέρα |
appareil isolant à prise d'air libre | συσκευή που απομονώνει από τον αέρα του περιβάλλοντος,με λήψη από τον ελεύθερο αέρα |
appareilleur à vent | υπεύθυνος χειριστής COWPER |
apprentissage au sein de l'entreprise | μαθητεία σε επιχείρηση |
aptitude à la décontamination | δυνατότητα απολύμανσης |
arceau de sécurité fixé à l'arrière | αψίδα ασφαλείας τοποθετημένη στο πίσω μέρος |
armoire à pharmacie | ντουλάπα για φάρμακα |
ascenseur à marche continue | ανελκυστήρας συνεχούς κίνησης |
asphalteur de routes à la mainB | τεχνίτης ασφάλτου |
assurer un emploi à tous les groupes défavorisés | εξασφαλίζω απασχόληση σε όλες τις μειονεκτούσες ομάδες |
astreintes sur le lieu de travail ou à domicile | υποχρέωση επιφυλακής στον τόπο εργασίας ή στην οικία |
autorité habilitée à conclure des contrats d'engagement | Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Πρόσληψης |
bobineur à la machine | περιελικτής μπομπινών με μηχανή |
bonne à tout faire | καμαριέρα εσωτερική |
brodeuse à la machine | κεντήτρια με μηχανή |
capital humain européen à l'aube du XXIème siècle | ανθρώπινο κεφάλαιο της Ευρώπης στην αυγή του ΧΧΙου αιώνα |
casque de soudage à l'arc | κράνος για ηλεκτροσυγκόλληση |
centre de réadaptation à l'emploi | κέντρο επαγγελματικής επαναπροσαρμογής |
centre d'enseignement à horaire réduit | εκπαιδευτικό κέντρο με μειωμένο ωράριο |
chauffeur de chaudières à vapeur | θερμαστής ατμολεβήτων |
chaussure avec protection complémentaire au bout du pied | υποδήματα με συμπληρωματική προστασία του άκρου του ποδιού |
chaussure de sécurité facile à enlever | υποδήματα ασφαλείας που βγαίνουν εύκολα |
chaussure à délaçage ou dégrafage rapide | υποδήματα με σύστημα ταχείας απελευθέρωσης των κορδονιών ή των αγγραφών |
chute à niveau | πτώση στο ίδιο επίπεδο |
chômeur difficile à placer | άνεργος που βρίσκει δύσκολα μια νέα θέση εργασίας |
chômeur involontaire à la recherche d'un emploi | ακουσίως άνεργος σε αναζήτηση εργασίας |
code de pratique en matière de protection de la dignité de la femme et de l'homme au travail | κώδικας δεοντολογίας για την προστασία της αξιοπρέπειας των ανδρών και των γυναικών στο εργασιακό περιβάλλον |
compositeur à la machine linotypiste | λινοτύπης |
compositeur à la main | στοιχειοθέτης με το χέρι |
compétences liées à un mode opératoire | ειδικά επαγγελματικά προσόντα |
concertation relative aux conditions de travail | συνεννόηση σχετικά με τις συνθήκες εργασίας |
condition d'accès à l'emploi | όρος για την εξεύρεση απασχόλησης |
conditionneuse à la main | συσκευαστής με το χέρι |
conducteur de four à chaux | καμινευτής ασβέστου |
conducteur de four à ciment | κλιβανιστής τσιμέντου |
conducteur de four à recuire | κλιβανιστής κλιβάνου ανωπτήσεως |
conducteur de four à réchauffer | κλιβανιστής |
conducteur de four à réchauffer | κλιβανιστής φρεατοκλιβάνου |
conducteur de grue fixe à flèche mobile | χειριστής σταθερών γερανών με κινητό βραχίονα |
conducteur de machine à confectionner des sacs et des enveloppes en papier et matières similaires | χειριστής μηχανής κατασκευής χαρτοφακέλλων |
conducteur de machine à couler | χειριστής χυτευτικής μηχανής |
conducteur de machine à couleur en continu | χειριστής χυτευτικής μηχανής |
conducteur de machine à couper le tabac | χειριστής κοπτικής μηχανής καπνού |
conducteur de machine à fabriquer les cigarettes | χειριστής μηχανής κατασκευής σιγαρέτων |
conducteur de machine à goudronnerL | χειριστής μηχανής ασφαλτοστρώσεως |
conducteur de machine à isoler les câbles | χειριστής μηχανής μονώσεως ηλεκτρικών αγωγών |
conducteur de machine à isoler les fils électriques | χειριστής μηχανής μονώσεως ηλεκτρικών συρμάτων |
conducteur de machine à mouler les matières plastiques par compressionB | χειριστής μηχανικής πρέσσας πλαστικών |
conducteur de machine à mouler les matières plastiques par emboutissageB | χειριστής μηχανής σχηματοποιήσεως πλαστικών |
conducteur de machine à mouler les matières plastiques par injectionB | χειριστής μηχανής χυτεύσεως πλαστικών υλών |
conducteur de machine à mouler les matières plastiques par soufflageB | χειριστής πρέσσας με φυσητήρα |
conducteur de machine à papier ou à carton | χειριστής χαρτοποιητικής μηχανής |
conducteur de machine à rectifier | ρεκτιφιέχειριστής ρεκτιφιέ |
conducteur de machine à rectifier | ρεκτιφιέ |
conducteur de machine à refouler le caoutchoucB | χειριστής πρέσσας ελαστικού |
conducteur de machine à souder à l'arc | χειριστής μηχανής ηλεκτροσυγκολλήσεων |
conducteur de machine à souffler le verreB | χειριστής σχηματοδοτικής μηχανής |
conducteur de machine à teindre les fibres et les tissus | βαφέας νημάτων-υφασμάτων |
conducteur de machine à vitres | χειριστής μηχανής υαλοπινάκων |
conducteur de machines à bois | χειριστής ξυλουργικών μηχανών |
conducteur de machines à bouteilles à flaconnages à gobeleterie | χειριστής σχηματοδοτικής μηχανής |
conducteur de machines à découper | χειριστής μηχανής με φλόγα |
conducteur de machines à faire les blocs de mousse | παρασκευαστής πλαστικής μάζας |
conducteur de machines à refouler les matières plastiquesB | χειριστής μηχανής εξελάσεως πλαστικών |
conducteur de machines à remplir ou à empaqueterB + L | συσκευαστής με μηχανή |
conducteur de machines à souderB | συγκολλητής πλαστικών ειδών με μηχανή |
conducteur de machines à électro-érosionB + L | χειριστής ηλεκτροδιαβρωτικών μηχανών |
conducteur de métier à tuffer | χειριστής μηχανής ταπητουργίας |
conducteur de presse à briques et tuilesB | πρεσσαδόρος κεραμουργίας |
conducteur de presse à mouler le caoutchouc | χειριστής μηχανής χυτεύσεως ελαστικού |
conducteur de presse à plat | χειριστής επιπέδου πιεστηρίου |
conducteur de pressoir à fruitsB | εργάτης πρέσσας σταφυλιών |
conducteur de scie à métauxB | χειριστής μεταλλοπρίονου |
conducteur de transporteur à bandes | χειριστής κινουμένης ταινίας μεταφοράς αντικειμένων |
conducteur de véhicules à traction animale | οδηγοί ζώων και ζωοκινήτων οχημάτων |
conducteur d'élévateur à système aspirant | χειριστής μεταφορικού κάδου |
contrat de travail à durée déterminée | προσωρινή απασχόληση |
contrat de travail à façon | σύμβαση έργου "φασόν" |
contrat à durée déterminée | σύμβαση ορισμένου χρόνου |
contrat à durée fixe | σύμβαση ορισμένου χρόνου |
contrecoller à façon | λαμινάρω βάσει συμφωνίας |
contremaitre au four | επικεφαλής υψικαμίνου |
convention collective ayant un effet erga omnes | συλλογική σύμβαση erga omnes |
convention relative aux consultations tripartites | Σύμβαση για την τριμερή διαβούλευση |
coquille adaptable au casque de protection | ωτοασπίδα που προσαρμόζεται στο προστατευτικο κράνος |
coupeur au chalumeau | φλογοχειριστής |
coupeur à l'arc électrique | κόπτης με ηλεκτρικό τόξο |
cours à caractère modulaire | μαθήματα εναλλασσόμενου χαρακτήρα |
couseuse de cuir à la machineB | γαζωτής δερματίνων ειδών |
couseuse à la machineL | ράπτης με μηχανή |
dialogue social lié à la productivité | κοινωνικός διάλογος που συνδέεται με την παραγωγικότητα |
dignité au travail | αξιοπρέπεια στην εργασία |
dispositif d'aide au conseil | μηχανισμός παροχής συμβουλών |
dispositif de sécurité incorporé au corps des charrues | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σώμα |
dispositif de sécurité incorporé au corps des charrues | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη με το πλαίσιο των αρότρων |
dispositif de sécurité incorporé à l'age des charrues | διάταξη αασφαλείας ενσωματωμένη στο σταβάρι των αρότρων |
dispositif de sécurité incorporé à l'attelage | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σύστημα ζεύξης |
dispositif de sécurité incorporé à l'étançon des charrues | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη στο σώμα |
dispositif de sécurité incorporé à l'étançon des charrues | διάταξη ασφαλείας ενσωματωμένη με το πλαίσιο των αρότρων |
dispositif à jet de liquide | σύστημα με εκτοξευτήρα υγρού |
doreur à la main en reliure | διακοσμητής εξωφύλλου βιβλίων |
droit à une rémunération équitable | δικαίωμα για δίκαιη αμοιβή των εργαζομένων |
durée de l'admission à des fins d'emploi | διάρκεια εισδοχής προς ανάληψη εργασίας |
durée d'exposition au risque de noyade | διάρκεια έκθεσης σε κίνδυνο πνιγμού |
défourneur au four de réchauffageB | εργάτης εκφορτώσεως κλιβάνου |
délai d'exposition au risque | χρόνος έκθεσης σε κίνδυνο |
dérideur-metteur au vent à la machineB | σιδερωτής δερμάτων |
emballeuse à la main | συσκευαστής με το χέρι |
embauche à durée indéterminée | πρόσληψη απεριόριστης διάρκειας |
emploi au bas de l'échelle | πρόσληψη στην κατώτερη βαθμίδα |
emploi à l'extérieur de l'exploitation | δραστηριότητα εκτός γεωργικής εκμετάλλευσης |
emploi à pourvoir | θέση που πρόκειται να πληρωθεί |
employé au tri du courrier | ταχυδρομικός ταξινομητής |
employé à la distribution du courrier | ταχυδρομικός διανομέας |
employé à la réception | υπάλληλος υποδοχής |
enfourneur au four de réchauffage | φορτωτής |
enfourneur de four à briques | γεμιστής κλιβάνου κεραμουργίας |
engin élévateur à bras isolant | εναέριος ανελκυστήρας με μονωμένο βραχίονα |
entraînement à la conduite sur route glissante | εκπαίδευση στην οδήγηση επί ολισθηρού οδοστρώματος |
exercer une activité lucrative, à titre professionnel | ασκώ κατ'επάγγελμα κερδοσκοπική δραστηριότητα |
exploitant agricole à titre principal | κατά κύρια απασχόληση κάτοχος γεωργικής εκμεταλλεύσεως |
exploitation à un agent | ένας χειριστής οχήματος |
fileur de laine au continuB | κλώστρια μαλλιού |
flexibilité interne à l'entreprise | εσωτερική ευελιξία της επιχείρησης |
forgeron à la presse | σιδηρουργός πρεσαδόρος |
formation transnationale au management de l'innovation | κατάρτιση στον τομέα της διαχείρισης των καινοτομιών σε διακρατικό επίπεδο |
four industriel chauffé au gaz | βιομηχανικός κλίβανος θερμαινόμενος με αέριο |
gant résistant à la chaleur | θερμομονωτικά γάντια |
gant à doigts | εργατικό γάντι |
gant à 5 doigts | εργατικό γάντι |
garantie du maintien d'un service minimum aux citoyens | εξασφάλιση ελαχίστων υπηρεσιών για τους πολίτες |
gaz destiné aux opérations de fumigation | αέριο που χρησιμοποιείται για υποκαπνισμό |
graveur au pantographe | χαράκτης με παντογράφο |
graveur à l'eau-forte | χαράκτης με νιτρικό οξύ |
groupe à faible employabilité | ομάδα χαμηλής απασχολησιμότητας |
grève au ralenti | λευκή απεργία |
grève au ralenti | αφανής απεργία |
grève à rebours | κατάληψη της επιχείρησης |
homme au fourL | εργάτης εκφορτώσεως κλιβάνου |
homme au pianoL | χειριστής |
homme aux lingotièresL | στήτης κοχυλιών χαλυβουργείου |
homme aux pochesL | εργάτης κάδων |
inconfort et gêne au travail | έλλειψη άνεσης και παρενόχληση κατά την εργασία |
ingénieur exerçant des activités spécifiques précisées à l'annexe IV | μηχανικοί ειδικευμένοι στην ειδικότητα του παραρτήματος IV |
initiation au travail | μύηση στην εργασία |
la Cour de justice peut prononcer la déchéance du droit à pension du membre | το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει την έκπτωση του μέλους από το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως |
la profession pour laquelle les travailleurs en chômage ont été rééduqués | το επάγγελμα για το οποίο οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι σε ανεργία επανεκπαιδεύθησαν |
lamineur à chaud | ελασματουργός θερμής ελάσεως |
lamineur à froid | χειριστής ψυχρού ελάστρου |
lamineur à trains continus à chaud | χειριστής τελικών ελάστρων |
le concours du Fonds aux frais de rééducation professionnelle | η συνδρομή του Tαμείου στα έξοδα επαγγελματικής επανεκπαιδεύσεως |
les dispositions générales du présent Traité relatives à la libération des services | οι γενικές διατάξεις της παρούσης συνθήκης περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών |
les obstacles à la libre circulation des personnes | τα εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων |
les travailleurs en chômage ont été amenés à changer de domicile | οι εργαζόμενοι οι ευρισκόμενοι εν ανεργία έχουν αναγκασθεί να αλλάξουν κατοικία |
les travailleurs qui veulent accéder à cette activité | οι εργαζόμενοι που επιθυμούν να αναλάβουν τη σχετική δραστηριότητα |
lier la rémunération aux gains de productivité | σύνδεση των αμοιβών με την αύξηση της παραγωγικότητας |
lier le salaire aux performances de l'entreprise | συνδέω τους μισθούς με την απόδοση της επιχείρησης |
livraison gratuite de charbon aux travailleurs | επίδομα σε άνθρακα |
l'ouverture du droit aux prestations | η κτήση του δικαιώματος προς λήψη παροχής |
lunettes à coques | προστατευτικά γυαλιά |
machiniste à la cloche du gueulard | χειριστής καμπάνας υψικαμίνου |
manquement aux règles de sécurité | μη τήρηση των κανόνων ασφαλείας |
masque de soudage à l'arc | προσωπίδα για ηλεκτροσυγκόλληση |
masque à cartouche absorbante | προσωπίδα με φίλτρο τύπου κανίστρου |
masque à cartouche absorbante | διηθητική προσωπίδα |
masque à main | μάσκα συγκολλητή |
masque à main | προσωπίδα που κρατιέται με το χέρι |
masque à oxygène | προσωπίδα οξυγόνου |
masque à oxygène | μάσκα οξυγόνου |
masque à serre-tête | προσωπίδα που στηρίζεται με στεφάνη στο κεφάλι |
masque à tuyau souple avec ventilateur soufflant | υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέρος |
masque à tuyau souple sans ventilateur soufflant | μη υποβοηθούμενη αναπνευστική συσκευή αέρος |
metteur au vent à la machine-dérideurB | σιδερωτής δερμάτων |
mise au travail de chômeurs | τοποθέτηση ανέργων σε εργασία |
mise à disposition au travail | υποχρέωση διαθεσιμότητας |
mise à disposition transnationale de travailleurs | διασυνοριακή διάθεση εργαζομένων |
mise à la retraite | συνταξιοδότηση |
mise à la retraite de personnel excédentaire | συνταξιοδότηση πλεονάζοντος προσωπικού |
modalité d'accès au financement | λεπτομέρειες χρηματοδότησης |
monteur à la chaîne | εργάτης συναρμολογήσεως μεταλλοβιομηχανίας |
mouleur à la main | τυπωτής |
mécanicien navigant d'avions | ιπτάμενος μηχανικός αεροσκαφών |
mécanicienne sur machine à coudre | ράπτης με μηχανή |
mécanicienne à la machine | γαζωτής δερματίνων ειδών |
mécanicien-réparateur de machines à coudre | επισκευαστής ραπτομηχανών |
mécanicien-réparateur de machines à vapeur | συντηρητής ατμομηχανών |
navigateur d'avions | πλοηγός αεροσκαφών |
navigateur d'avions | αεροναυτίλος |
oculaire ayant une résistance mécanique suffisante | προσοφθάλμιο σύστημα που διαθέτει επαρκή μηχανική αντίσταση |
oculaire résistant à l'abrasion | προσοφθάλμιο σύστημα ανθεκτικό στη φθορά λόγω τριβής |
offre d'emploi à vocation communautaire | πρόσφορά εργασίας έχουσα ως προορισμό την κοινότητα |
opérateur au pupitre | χειριστής υπολογιστού |
opérateur de machine à vitresB | χειριστής μηχανής υαλοπινάκων |
opérateur sur machine à mouler les matières plastiques par compressionL | χειριστής μηχανικής πρέσσας πλαστικών |
opérateur sur machine à mouler les matières plastiques par injectionL | χειριστής μηχανής χυτεύσεως πλαστικών υλών |
opérateur à la machine tuftB | χειριστής μηχανής ταπητουργίας |
organisation interprofessionnelle à vocation générale | διεπαγγελματική οργάνωση γενικού χαρακτήρα |
ouvrier au convertisseur | κλιβανιστής |
ouvrier au marteau pneumatiqueB | χειριστής κομπρεσέρ |
ouvrier au mélangeur | χειριστής MIXER |
ouvrier au soutènement des galeries | ξυλοδέτης υπογείων στοών |
ouvrier de montage à la chaîneL | εργάτης συναρμολογήσεως μεταλλοβιομηχανίας |
ouvrier en glace à rafraîchir | εργάτης ψηκτικών θαλάμων |
ouvrier préposé à la machine électronique d'exposition | εμφανιστής φωτογραφιών |
ouvrier à la journée | ημερομίσθιος εργάτης |
ouvrier à la veineB | πιστολαδόρος-πελεκητής ορυχείων |
papetier à la cuve ou papetier à la main | χαρτοποιός με το χέρι |
pays à bas salaires | χώρες με χαμηλούς μισθούς |
peintre au pistoletB | χρωματιστής με ψεκαστήρα |
peinture à l'atelier | επίστρωση χρώματος στο συνεργείο |
peinture à l'atelier | βάψιμο στο εργοστάσιο |
pension versée aux isolés | σύνταξη που καταβάλλεται στους άγαμους συνταξιούχους |
personne ayant une activité accessoire | άτομο που ασκεί δευτερεύουσα δραστηριότητα |
personnel au sol | αεροπορικό προσωπικό εδάφους |
personnel au sol dans les aéroports | προσωπικό εδάφους στα αεροδρόμια |
perte de charge à l'inspiration | πτώση πίεσης κατά την εισπνοή |
peseur à la cisaille | χειριστής πλάστιγγος |
peseur-marqueur de lingots au Pits | ζυγιστής-σημειωτής χελωνών |
photograveur à l'eau-forte | φωτοχαράκτης με νιτρικό οξύ |
pilote d'avions | πιλότος αεροσκάφους |
pilote d'avions | πιλότος αεροπλάνου |
plieur à la machine | διπλωτής ενδυμασιών με μηχανή |
plieur à la machine | χειριστής διπλωτικής μηχανής υφασμάτων |
point d'accès à la formation | ενημερωτικό κέντρο σχετικά με την κατάρτιση |
pointeur au Pits | ελεγκτής χελωνών |
polisseur de pierre à la machine | στιλβωτής λίθων με μηχανή |
polisseur à la machine | στιλβωτής μετάλλου |
poste à responsabilité | υπεύθυνη θέση |
presseur à la machineB | σιδερωτής με μηχανή |
prime à l'embauche | πριμοδότηση προσλήψεων |
Programme commun visant à favoriser l'échange de jeunes travailleurs au sein de la Communauté | Κοινό πρόγραμμα με σκοπό να ευνοηθεί η ανταλλαγή νέων εργαζομένων στην Κοινότητα |
Programme d'action communautaire à moyen terme pour l'égalité des chances entre les hommes et les femmes | Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα κοινοτικής δράσης για την ισότητα των ευκαιριών μεταξύ ανδρών και γυναικών |
Programme de contribution à la formation professionnelle des jeunes | πρόγραμμα συμβολής στην επαγγελματική κατάρτιση των νέων |
programme visant à améliorer la sécurité, l'hygiène et la santé sur le lieu de travail, en particulier dans les petites et moyennes entreprises | Πρόγραμμα που στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας κατά την εργασία, ιδίως στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις |
projet à forte intensité d'emploi | έργο έντασης εργασίας |
propension aux accidents | τάση προς ατυχήματα |
propension aux accidents | ροπή προς ατυχήματα |
protecteur à verrouillage | προστατευτική συσκευή τύπου "σύρτης" |
Protocole de 1990 relatif à la convention concernant le travail de nuit des femmes occupées dans l'industrie révisée en 1948 | Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948 |
Protocole de 1990 relatif à la Convention sur le travail de nuit femmes, révisée, 1948 | Πρωτόκολλο του 1990 στη Σύμβαση "περί νυκτερινής εργασίας γυναικών", 1948 |
préparateur de pâte à papier | χειριστής εγκαταστάσεων παρασκευής χαρτομάζας |
préparateur de terres à cuire | παρασκευαστής αργίλου κεραμοποιΐας |
préposé à la fabrication des électrodesB | τεχνίτης κατασκευής ηλεκτροδίων |
rachat de droits à pension | εξαγορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων |
rappel à zéro | συσκευή μηδενισμού |
recherche relative aux professions | επαγγελματικές έρευνες |
recommandation sur les salaires, la durée du travail à bord et les effectifs | σύσταση ΔΟΕ για τις αποδοχές, τις ώρες εργασίας και την επάνδρωση θάλασσα |
reconnaissance des bruits informatifs liés au travail | αναγνώριση θορύβων πληροφόρησης σχετικά με την εργασία |
relieur à la mainB + L | βιβλιοδέτης με το χέρι |
repasseur à la machineL | σιδερωτής με μηχανή |
repasseuse à la main | σιδερωτής με το χέρι |
repousseur au tour sur métauxB | τορναδόρος μετάλλου |
représentant des salariés au conseil de surveillance | αντιπρόσωπος των εργαζομένων στο εποπτικό συμβούλιο |
restriction à l'accès à l'emploi | περιορισμός σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση |
régime applicable aux autres agents | καθεστώς που εφαρμόζεται στους λοιπούς υπαλλήλους |
régime professionnel à temps plein | επαγγελματικό καθεστώς πλήρους απασχόλησης |
régime relatif aux obligations de l'employeur | συστήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις του εργοδότη |
régleur de fours à coke | ρυθμιστής κλιβάνων λιθάνθρακος |
régleur de machines à tufter | ρυθμιστής μηχανής πέλους χαλιών |
régleur de métiers à tisser | ρυθμιστής υφαντουργικών ιστών |
régleur de métiers à tricoter | ρυθμιστής πλεκτικών μηχανών |
régleur-conducteur de machines à commande numérique | ρυθμιστής,χειριστής εργαλειομηχανών ψηφιακής κυβερνήσεως |
réintégration à un poste qualifié | επιστροφή σε θέση ειδικευμένης απασχόλησης |
rémunération liée au rendement | αμοιβή συνδεδεμένη με την απόδοση |
rémunération à l'heure | ωρομίσθιο |
rémunération à l'heure | ωριαίες αποδοχές |
rémunération à l'heure | μισθός ανά ώρα |
réparateur aux articles tuft | διορθωτής ταπήτων |
répondre à des emplois effectivement offerts | αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας |
résistance au glissement du semelage | αντίσταση της σόλας στο γλίστρημα |
résistance aux agressions climatiques | αντίσταση στις κλιματολογικές προσβολές |
résistance aux agressions industrielles | αντίσταση σε κακές συνθήκες βιομηχανικής χρήσης |
résistance aux tirs | αντίσταση στις εκσφενδονίσεις |
résistance à la fatigue de la semelle | αντίσταση στην κόπωση της σόλας |
rééducation professionnelle des travailleurs amenés à changer d'emploi | επαγγελματική επανεκπαίδευση των εργαζομένων που αναγκάζονται να αλλάξουν απασχόληση |
salaire au temps | ωρομίσθιο |
salaire de l'ouvrier à veine | αμοιβή ανθρακωρύχου |
salaire payé au temps | ωρομίσθιο |
salaire à la tâche | υπεργολαβία |
salaire à l'heure | ωριαίες αποδοχές |
salaire à l'heure | ωρομίσθιο |
salaire à l'heure | μισθός ανά ώρα |
salarié à temps partiel | μερικώς απασχολούμενος |
salarié à temps plein | εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης |
semelle à isolation thermique | σόλα θερμικά μονωμένη |
service à forte intensité de main-d'oeuvre | υπηρεσία υψηλής έντασης εργασίας |
seuil de résistance à la traction | όριο αντοχής στην έλξη |
situation relative à l'emploi | επαγγελματική κατάσταση |
situation relative à l'emploi | τύπος απασχόλησης |
situation relative à l'emploi | επαγγελματική θέση |
soigneur de continus à filer | κλώστρια μαλλιού |
sollicitation liée à l'utilisation | καταπόνηση που οφείλεται στη χρήση |
soudeur au chalumeauB | συγκολλητής με αέριο |
soudeur au plomb | συγκολλητής με το χέρι |
soudeur à galetsB + L | συγκολλητής με ραφή |
soudeur à l'arc | ηλεκτροσυγκολλητής |
soudeur à l'argon | συγκολλητής με αργό |
souffleur au chalumeau | υαλοτεχνίτης εργαστηριακών οργάνων |
souffleur à la canne | φυσητής |
soupape de sûreté à ressort | βαλβίδα ασφάλειας με ελατήριο |
soupape respiratoire à absorbeur de CO2 | αναπνευστική βαλβίδα με απορροφητή διοξειδίου του άνθρακος |
soupape à la demande | βαλβίδα ρύθμισης παροχής |
soutien à la création d'emplois | συμβολή στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης |
soutien à l'investissement-formation | υποστήριξη για επένδυση-κατάρτιση |
stratégie de santé au travail | στρατηγική προαγωγής της εργασιακής υγιεινής |
surchaussure à semelage anti-chaleur | καλύπτρα υποδήματος με σόλα ανθεκτική στη θερμότητα |
surface au sol | επιφάνεια |
système d'appréciation au mérite | σύστημα αξιολόγησης με βάση τις ικανότητες και επιδόσεις |
système d'appréciation au mérite | αξιοκρατικό σύστημα αξιολόγησης |
système de formation à filière unique | σύστημα κατάρτισης ενιαίου κλάδου |
système de liaison raccordable à un dispositif extérieur | σύστημα σύνδεσης με εξωτερική διάταξη |
système de liaison raccordable à un point d'ancrage | σύστημα πρόσδεσης με δυνατότητα σύνδεσης σε σημείο αγκύρωσης |
système à circulation de fluide | σύστημα κυκλοφορίας ρευστού |
taux de chômage à un niveau historiquement élevé | ποσοστό ανεργίας σε πρωτοφανώς υψηλό επίπεδο |
technicien exerçant des activités spécifiques précisées à l'annexe IV | τεχνικός ασκών ειδικές δραστηριότητες καθοριζόμενες στο παράρτημα IV |
tenue à la déchirure amorcée | αντοχή στην επέκταση του σχισίματος |
tisserand au métier Jacquard | υφάντρια ζακάρ |
tisserand sur métier à bras | υφάντρια σε χειροκίνητο αργαλειό |
trafic à destination des lieux de travail | επαγγελματική κυκλοφορία από τον τόπο εργασίας |
travail au contact | μέθοδος εργασίας με μονωτικά γάντια |
travail au jet projetant des abrasifs granuleux | εργασία με συνεχή εκτόξευση κοκκωδών λειαντικών μέσων |
travail au noir | μη δηλωμένη απασχόληση |
travail au potentiel | μέθοδος γυμνού χεριού |
travail au potentiel | εργασία υπό τάση |
travail aux pièces | εργασία με το κομμάτι |
travail à distance | εργασία σε απόσταση ασφάλειας |
travail à domicile | φασόν |
travail à domicile | εργασία φασόν |
travail à domicile | εργασία κατ'οίκον |
travail à la tâche | εργασία με το κομμάτι |
travail à plein temps | εργασία πλήρους απασχόληση |
travailleur au chômage partiel | εργαζόμενος με μερική απασχόληση |
travailleur aux digues | εργάτης επιχωματώσεως |
travailleur détaché à l'étranger par l'entreprise | εργαζόμενος που αποσπάται στο εξωτερικό από την επιχείρηση |
travailleur à domicile | φασονίστρια |
travailleur à domicile | κατ'οίκον εργαζόμενος |
travailleur à mi-temps | ημιαπασχολούμενος εργαζόμενος |
travailleur à mi-temps | εργάτης μερικής απασχόλησης |
travailleur à temps partiel | εργαζόμενος μερικής απασχόλησης |
trayeur à la tâche | εργάτης αρμέγματος |
tricoteur rectiligne à main | πλέκτης χειροκινήτου μηχανής |
tricoteur sur machines rectilignes à moteurB | πλέκτης αυτόματης μηχανής |
un foreur fore cinq à dix schémas par poste | ενας γεωτρυπανιστής ορύσει πέντε με δέκα διατάξεις διατρημάτων ανά θέση |
un travail payé à la tâche | εργασία που πληρώνεται κατ'αποκοπήν |
vernisseur au pistolet | χρωματιστής με ψεκαστήρα |
versements d'indemnités permettant à la main d'oeuvre | καταβολή αποζημιώσεων που επιτρέπουν στους εργαζομένους |
vibration transmise au système main-bras | κραδασμός μεταδιδόμενος στο σύστημα χεριού-βραχίονα |
vocation à la carrière | εξέλιξη της σταδιοδρομίας |
vocation à la promotion | δικαίωμα ως προς την προαγωγή κατά βαθμό |
voyage à destination professionnelle | επαγγελματική διαδρομή |
vêtement anti-g à eau | υδατοστολή αντι-g |
vêtement conditionné à circulation de liquide | υγρο-κλιματιζόμενη στολή |
vêtement pressurisé à poches pneumatiques | αεροθαλαμική στολή πίεσης |
vêtement à pression totale | στολή πλήρους πιέσεως |
vêtement à surpression partielle | στολή μερικής πίεσης |
à hauteur de l'endroit endommagé | στην περιοχή των βλαμένων τμημάτων |
âge d'accès à la retraite | συντάξιμη ηλικία |
âge du départ volontaire à la retraite | ηλικία εθελούσιας συνταξιοδότησης |
âge du départ volontaire à la retraite | εθελοντική ηλικία συνταξιοδότησης |
échafaudage de service à plan de travail transformable autonome | ικρίωμα υπηρεσίας με ανεξάρτητη μεταβλητή εξέδρα εργασίας |
écharneur de peaux à la machine | χειριστής μηχανής καθαρισμού δερμάτων |
écologie au travail | οικολογία στην εργασία |
électricien d'enseignes et d'éclairage au néon | ηλεκτρολόγος σημάτων και φωτισμού νέον |
équipement de protection destiné à des interventions rapides | ΜΑΠ για ταχείες επεμβάσεις |
équipement de protection destiné à la prévention des noyades | μέσα ατομικής προστασίας με σκοπό την πρόληψη πνιγμών |
équipement de protection individuelle à usage privé contre les intempéries | μέσο ατομικής προστασίαςΜΑΠχρησιμοποιούμενο όχι επαγγελματικά για την προστασία από δυσμενείς καιρικές συνθήκες |
équipement de protection sujet à un vieillissement | ΜΑΠ που υφίστανται γήρανση |
équipement d'oxygène à débit constant | συσκευή συνεχούς ροής οξυγόνου |
étanchéité au rayonnement de la monture | στεγανότητα του σκελετού στις ακτινοβολίες |
étanchéité au visage | στεγανότητα στο πρόσωπο |
étireur de verre à vitresB | χειριστής μηχανής υαλοπινάκων |
évaluation au mérite | αξιολόγηση βασισμένη στην απόδοση |
évaluation à partir de facteurs | παραγοντική αξιολόγηση |
évaluation à partir de facteurs | αναλυτική αξιολόγηση |
être apte à reprendre le travail | ικανός να αναλάβω εκ νέου εργασία |