DictionaryForumContacts

   English
Terms for subject Labor law containing units | all forms
EnglishGreek
agricultural work unitγεωργική μονάδα εργασίας
agricultural work unitΓΜΕ
bargaining unitδιαπραγματευτική μονάς
industrial rehabilitation unitκέντρο εργασιακής προετοιμασίας
industrial rehabilitation unitκέντρο επανένταξης
industrial rehabilitation unitκέντρο επαγγελματικής αποκατάστασης
industrial rehabilitation unitκέντρο παρατήρησης και αποτίμησης
labour market observation unitεπόπτης της αγοράς εργασίας
local health unitτοπική υγειονομική μονάδα
local social and health unitτοπική κοινωνικοϋγειονομική μονάδα
principal operational unitμεγάλη λειτουργική μονάδα
regional monitoring unitπεριφερειακό παρατηρητήριο
snatch unitσυσκευή τινάγματος χειριστηρίων
unit wage costανά μονάδα κόστος εργασίας
work unitμονάδα έργου